Οι Τούρκοι λεηλάτησαν τη Νίσυρο τουλάχιστον τέσσερις φορές, μέχρι το 1523, οπότε την υπέταξαν και, μαζί με τα άλλα νησιά, την υπήγαγαν στο ιδιότυπο προνομιακό καθεστώς των «μακτού». Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, οι Νισύριοι ναυτικοί υποστήριξαν με τα σκάφη τους τις θαλάσσιες επιχειρήσεις των Ελλήνων, όμως η Νίσυρος έμεινε έξω από τη νεοσύστατη Ελλάδα.
Την επώδυνη περίοδο της πολιορκίας της Ρόδου (26 Ιουνίου – 22 Δεκεμβρίου 1522) και πριν την πτώση της καταλαμβάνονται τα περισσότερα νησιά γύρω της. Έτσι και η Νίσυρος δηλώνει υποταγή στο σουλτάνο Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή και παραδίδεται στις 6 Σεπτεμβρίου 1522. Σύμφωνα με τον τουρκικό ιερό νόμο αναγνωρίζονται τα προνόμια και πλέον το νησί αυτοδιοικείται από τη Δημογεροντία, αν και μετά την πτώση της Ρόδου και αργότερα της Κω (1523) η Νίσυρος είχε χάσει την στρατιωτική – οικονομική της σημασία.
Ανεξάρτητα όμως από αυτό, στο νησί ισχύουν πλέον τοπικοί νόμοι και δικαστήρια, πληρώνουν το «μακτού» το φόρο υποταγής στο σουλτάνο και είναι ελεύθεροι ακόμα και στα Θρησκευτικά τους καθήκοντα «εισίν υφ’ όλας τας απόψεις ελεύθεραι». Μαζί με τους Συμιακούς, Χαλκίτες, Τηλιακούς υπάγονται στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Ρόδου που είναι «Εθνάρχης των Ορθοδόξων Ελλήνων και Έξαρχος πασών των Κυκλάδων Νήσων». Εκείνη την εποχή οι έως τότε Νότιες Σποράδες, εμφανίζονται με το όνομα Δωδεκάνησος ώστε να προσδιορίζονται τα νησιά εκείνα στα οποία ο σουλτάνος είχε παραχωρήσει προνόμια.
Από τα κατάστιχα του νησιού της περιόδου 1821 – 1828 γνωρίζουμε για την συμβολή της στην παλλαϊκή εξέγερση, στέλνοντας πολεμιστές στον στόλο του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη και στον Ψαριανό Κωνσταντίνο Κανάρη.
Παρά τους αγώνες και τις μετέπειτα διαμαρτυρίες προς τον κυβερνήτη Καποδίστρια οι προστάτιδες δυνάμεις παραχώρησαν με το πρωτόκολλο του Λονδίνου (10/22 Μαρτίου 1829 και 3/2/1830) όλα τα νησιά των Νοτίων Σποράδων (Δωδεκάνησα) στην Τουρκία έως το 1912 (29/4 – 12/5) που ξεκινά δύσκολη περίοδος της Ιταλοκρατίας που κράτησε 31 χρόνια. Η Νίσυρος όπως όλα τα Δωδεκάνησα με τις νησίδες τους ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα στις 7 Μαρτίου 1948.
Ο πληθυσμός της Νισύρου το 1821 αριθμούσε 3300 κατοίκους. Το 1912 με τον ερχομό των Ιταλών έφτανε τους 5000.
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΝΙΣΥΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ Ι.ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ (20/12/1830)
(…) Με το πρωτόκολλο τού Λονδίνου τής 3ης Φεβρουαρίου τού 1830, ιδρυόταν ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος, το οποίο περιλάμβανε την Πελοπόννησο, τα νησιά, το μεγαλύτερο μέρος τής Στερεάς Ελλάδος και την Εύβοια. Δυστυχώς το πρωτόκολλο των Μεγάλων Δυνάμεων (3/2/1830), άφηνε τα Δωδεκάνησα στην Τουρκία, αντί της Εύβοιας πού ενσωματωνόταν στον κορμό τής ελεύθερης Ελλάδας. Ήταν μία κατάφορη αδικία σέ βάρος των Δωδεκανησίων και αμέσως άρχισαν οι νησιώτες να στέλνουν απεσταλμένους στον κυβερνήτη Καποδίστρια. Αλλά ο Καποδίστριας βρέθηκε σε αδυναμία να κάνει κάτι θετικό για τα δίκαια παράπονα των νησιωτών και αρκέστηκε να συμβουλεύσει σύνεση, φρόνηση και υπομονή. Συνέστησε να στείλουν απεσταλμένους στην Κωνσταντινούπολη και να μεσολαβήσουν οι πρεσβευτές των τριών Συμμαχικών Δυνάμεων στην Πύλη, έτσι ώστε να παύσουν οι καταχρήσεις και οι καταδυναστεύσεις σε βάρος των Δωδεκανησίων.
Στήν έπιστολή του άπό τό Ναύπλιο τής 17 Όκτωβρίου 1830 καί τής 12 Νοεμβρίου 1830, ό Κυβερνήτης έκφράζει τήν πικρία του γιά τήν άδικη άπόφαση τών συμμάχων νά μείνουν τά Δωδεκάνησα έξω άπό τήν σύσταση τού νέου Ελληνικού κράτους γράφοντας χαρακτηριστικά ότι : “ή ‘Ελληνική Κυβέρνησις δέν δύναται νά φέρη Θεραπείαν
Τόν Δεκέμβριο τού 1830 οί Συμιακοί καταρτίζουν Πρεσβεία, άπαρτιζόμενη άπό τούς Νίκανδρο Ιωαννίδη καί Σίμο Κούστα καί μεταβαίνουν στήν Κωνσταντινούπολη μαζί μέ τόν αντιπρόσωπο τής Νισύρου, Κωνσταντίνο Σακελλαρίδη, γιά νά παραδώσουν έγγραφα καί πρός τόν Κυβερνήτη Καποδίστρια καί στούς Πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων, ώστε να φροντίσουν όπως μην επανέλθουν τα νησιά υπό τον τουρκικό ζυγό. Ο Φιλελληνικός συναγερμός συνεχίζει το έργο του προσπαθώντας να επηρεάσει ευνοϊκά τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για τα δίκαια των Ελλήνων νησιωτών.
Οι επιτροπές των νησιωτών στην Κωνσταντινούπολη δεν εισακούστηκαν από τούς Ισχυρούς της γης και ο Θαυμασμός και ενθουσιασμός των φιλελλήνων δεν κατάφερε να υπαχθούν τουλάχιστον τα Δωδεκάνησα στο καθεστώς τής Σάμου, η οποία από το 1832 είχε ανακηρυχθεί αυτόνομος.
Το «’Εγγραφον των Νισυρίων προς τον Κυβερνήτην»
‘Εξοχότατε,
• … προαναφέρθημεν εν καιρω και προς την Εξοχότητά σας και προς τον έκτακτον επίτροπον των Ανατολικών Σποράδων. Εδέχθημεν εις την νήσον μας τον παρά αυτού αποσταλέντα προς τοις άλλοις απαριθμήσαντα και τας οικογενείας μας, περιποιούμενοι αυτόν καθ’ όλην την έκτασιν, σεβόμενοι τας διαταγάς τού ημών Κυβερνήτου και των υπαλλήλων αρχών. Και ταύτα όλα βέβαιοι όντες οτι το σκοπιμώτερον τέλος της Σ. Κυβερνήσεως επέβλεπεν εις μόνην την αποκατάστασιν, ευνομίαν τε και ευτυχίαν εκάστου ελληνικού μέρους προθυμούμενοι να καταχθωμεν και ημείς οι πτωχοί εις τον κατάλογον των ‘Ελευθέρων Νήσων, κειμένων υπό την Ελληνικήν αρχήν.
• Αφού ή ταλαίπωρος νήσος μας διωργανίσθη κατά το ολικόν πνεύμα τής ‘Ελλάδος, συνέπραξε σωματικώς και χρηματικώς όπου η περίστασις και η δύναμίς της εσυγχώρησαν, τέλος εθεώρησε μ’ άπειρον λύπην της οτι και αύτη εξωκλείσθη της ελληνικής ολομελείας, κατά το πρωτόκολλον, καί ήδη όχι μόνον φαίνεται άμοιρος της γλυκυτάτης ελευθερίας, αλλά καταντά νά γίνη θύμα ελεεινόν της θηριώδους μανίας του εν Ρόδω εξουσιαστού Σουκιούρμπέη.
• b είρημένος, άφ’ δι’ άρπαyών καί καταχρήσεων, των υπό της ακορέστου φυλαργυρίας του, μας έρριψεν εις βαρύτατα και υπέρογκα χρέη, ήδη τελευταίον επαπειλεί και τον παντελή αφανισμόν μας. Όθεν, ένεκα τούτου διευθύνομεν και ημείς την πρεσβείαν μας ομού με την πρεσβείαν των ομοιοπαθών μας Συμαίων προς την αυτήν Εξοχότητα, παρακαλούντες θερμώς να δώση εις ημάς τας πατρικάς οδηγίας της, όπως δια την σωτηρίαν μας εκτανθή και η ημετέρα μέχρις Κωνσταντινουπόλεως, ακολουθούσα τα ίχνη των ομόρων και ομοτύχων Συμαίων των οποίων τας πράξεις και οδηγίας έχομεν πάντοτε προ οφθαλμών κατά το υπέροχον τής νήσου των, καθ’ ότι όσα αυτοί ως πάσχοντες απαιτούν, και ημείς τα αυτά απαιτούμεν πάσχοντες τα όμοια και έτι χειρότερα ως μέρος αδυνατώτερον. Δεν αμφιβάλλομεν λοιπόν οτι ο κοινός πατήρ μας Θέλει συμβουλεύσει και εις ημάς τα συμφέροντα υπέρ της κοινής σωτηρίας και ασφαλείας μας. Και ευέλπιδες επιτυχείν των αιτήσεων μας δια την έμφυτόν της συμπάθειαν και αυθόρμητον περί τα καλά ροπήν.
Υποσημειούμεθα τή 20 Δεκεμβρίου 1830 έν Νισύρω
Οι εν τη Νισύρω κατοικούντες άπαντες μικροί τε και μεγάλοι.
Προς τον εξωχώτατον Κυβερνήτην της Ελλάδος.
2.250 Νισύρου κάτοικοι
Πηγή: « Τοπική Ιστορία τής Νισύρου» Νικήτα Ι. Κουμέντου, βιβλίο Γ , έκδ. Νομαρχιακή Αύτοδιοίκηση Δωδεκανήσου – Δήμος Νισύρου.
Η Νίσυρος αποδεικνύεται από τα κατάστιχα τού νησιού τής περιόδου 1821-1828, ότι βοηθούσε τον Ελληνικό στόλο με τρόφιμα, χρηματικές εισφορές, με ναυτικούς έμπειρους που κατατάσσονταν στα πληρώματα τού Μιαούλη και τού Κανάρη. Οι δημογέροντες τής Νισύρου φαίνεται από την λογοδοσία τους, έδιναν αρκετά γρόσια στα ελληνικά «αρμαμέντα», καθώς προσέγγισαν στο νησί για ξεκούραση και ανεφοδιασμό και «…πρόσφεραν πολλά χρειώδη κατά το σύνηθες…».
Τον Δεκέμβριο τού 1822 όταν η προσωρινή Διοίκηση τής Ελλάδος έστειλε στην Δωδεκάνησο ως Έπαρχο τον Ιωάννη Ψαράκη, η συνέλευση των αντιπροσώπων έγινε στην Νίσυρο στις 5 Δεκεμβρίου 1822. Εκεί πάρθηκαν οι αποφάσεις για την οργάνωση της άμυνας των νησιών. Ο κίνδυνος για τους Νισυρίους ήταν μεγάλος αλλά οι Δημογέροντες του νησιού παρά το προειδοποιητικό μήνυμα του Σουκιούρμπεη – διοικητή της Ρόδου – πήραν την τολμηρή απόφαση να γίνει εκεί η σύσκεψη.
«…Κατά το πέρας της Επαναστάσεως, η Δωδεκάνησος – πλην της Κω και τής Ρόδου – ήτο ελευθέρα και περιελαμβάνετο εις το διοικητικόν σύστημα του νεοπαyούς Ελληνικού κράτους. Αλλ’ αδυσώπητος μοίρα δεν επέτρεψεν εις τους Δωδεκανησίους να γευθούν τους καρπούς των αγώνων των. Η Ευρωπαϊκή διπλωματία επιδιώκουσα λύσιν του Ελληνικού ζητήματος, όσον δυνατόν ολιγώτερον οδυνηράν διά την οθωμανικήν αυτοκρατορίαν, παρέβλεψε και τους αγώνας και τους πόθους των Δωδεκανησίων.
Η εν Λονδίνω διάσκεψις των τριών Προστατιδων Δυνάμεων, καθορίσασα διά του πρωτοκόλλου της 22 Μαρτίου 1829 τα όρια της νέας Ελλάδος, αφήκε τα Δωδεκάνησα εις τον παλαιόν των δυνάστην, παρά τα εθνολογικά δίκαια και την θέλησιν των αδικουμένων πληθυσμών, οι οποίοι δια μυριοστόμου κραυγής διεμαρτυρήθησαν κατά τού εγκλήματος εις βάρος των…»
Στην φωτογραφία βλέπουμε απόσπασμα από τη Χάρτα του Ρήγα (πτωτοτυπώθηκε στη Βιέννη το 1797), όπου απεικονίζεται η Νίσυρος με τα γύρω νησιά της.
Η δωδεκάφυλλη Χάρτα (Βιέννη 1796-1797) του Ρήγα Βελεστινλή, αποτελεί την κορύφωση του γεωγραφικού και χαρτογραφικού Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που αναπτύχθηκε τον 18ο αι. εξελισσόμενος μέχρι την Επανάσταση του 1821, και αναμφισβήτητα έναν μέγιστο σταθμό της ελληνικής χαρτογραφίας στο σύνολό της. Αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της μακροχρόνιας γεωγραφικής και χαρτογραφικής κουλτούρας, που χαρακτήριζε τα ενδιαφέροντα του Ρήγα από τα πρώτα του χρόνια, δεδομένου ότι η συγκριτική γεωγραφία ήταν ανάμεσα στις πλέον ευχάριστες απασχολήσεις του.