Χλωρίδα και πανίδα της Νισύρου

Η χλωρίδα και η πανίδα της Νισύρου παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον εξαιτίας της ηφαιστειακής της προέλευσης και της γεωγραφικής της θέσης. Αποτελεί για τη χλωρίδα, μαζί με τα νησιά του Αιγαίου και κυρίως αυτών που βρίσκονται κατά μήκος των μικρασιατικών ακτών , οδό μετανάστευσης ασιατικών ειδών προς τον ελληνικό χώρο και προς τη νότια Ευρώπη γενικότερα και βρίσκεται πάνω στον ανατολικό μεταναστευτικό διάδρομο των πουλιών που είναι ο σημαντικότερος για την μετανάστευσή τους στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία.
Η καταγεγραμμένη παρουσία 450 ειδών χλωρίδας , 85 ειδών ορνιθοπανίδας, 7 ειδών ερπετών καθώς και η παρουσία της φώκιας Monachus-monachus στις ακτές του νησιού κάνουν αυτό το νησί των 42.000 στρεμάτων έναν τόπο που αξίζει ιδιαίτερης προστασίας και μελέτης.Η καταγεγραμμένη παρουσία 450 ειδών χλωρίδας , 85 ειδών ορνιθοπανίδας 7 ειδών ερπετών καθώς και η παρουσία της φώκιας Monachus-monachus στις ακτές του νησιού κάνουν αυτό το νησί των 42.000 στρεμάτων έναν τόπο που αξίζει ιδιαίτερης προστασίας και μελέτης.
Η πυκνή θαμνώδης βλάστηση, οι αστιβές (Sacropoterium spinosum), η σμυρτιά (Lavandula stoechas), ο σκίτσος (Cistus creticus & Cistus salviifolius), το θυμάρι (Thimus capitatus), η θρύμπη (Satureja thymbra) καθώς και τα ψηλά σπάρτα (Spartium junceum), οι γλάστροι (Daphne gnidioides) και οι ασπαλάθοι (Calicotome villosa), είναι ένα από τα εμπόδια που θα βρει ο περιπατητής εκτός των μονοπατιών, ευχάριστο εμπόδιο όμως, καθώς είναι ατέλειωτη η ποικιλία των φυτών και των ζώων που μπορεί να θαυμάσει γύρω τους.
Το μεγάλο πλήθος των δέντρων είναι ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Νισύρου, που μπορεί να τη χαρακτηρίσει σαν το μοναδικό «πράσινο» ενεργό ηφαίστειο του Αιγαίου. Λίγα από αυτά είναι η εναπομείνασα αυτοφυής βλάστηση – βελανιδιά (Quercus macrolepis), πρίνος (Quercus coccifera), αγραμυθιά (Pistacia terebinthus) και αγριελιά (Olea europaea sylvestris). Η αγριελιά είναι το δέντρο για το οποίο γνωρίζουμε πως βρισκόταν στη Νίσυρο πριν 60.000 χρόνια, καθώς απολιθωμένα φύλλα της έχουν εντοπιστεί σε αντίστοιχης ηλικίας στρώματα στάχτης. Τα περισσότερα δέντρα που υπάρχουν σήμερα στη Νίσυρο είναι φυτεμένα από τον άνθρωπο (ελιές, συκιές, αμυγδαλιές, βελανιδιές, αγραμυθιές).
Αντίστοιχου εύρους και ποικιλότητας με τη χλωρίδα είναι και η πανίδα που αυτή φιλοξενεί και που κρατά συντροφιά στον περιηγητή κατά τους μακρινούς περιπάτους. Περπατώντας στη Νίσυρο δεν μπορείς παρά να γίνεις φίλος με τους κουρκούταυλους, τις τεράστιες τεφρόμαυρες σαύρες (Agame stelio), που βιάζονται να κρυφτούν κάτω από τις λάβες ή μέσα στις ξερολιθιές, τις μεγάλες αράχνες που σου κόβουν το δρόμο με τον ισχυρό ιστό τους, τους «κυανούς» του Αριστοτέλη – τις πανέμορφες γαλάζιες καρακάξες (χαλκοκουρούνα) που ενοχλούνται από το διάβα σου -, ως τα γεράκια που αιωρούνται συνεχώς στο στερέωμα.
πηγή: igme.nisyros.gr

Χλωρίδα
Η βλάστηση της Νισύρου και των γύρω από αυτήν νησίδων καθορίζεται κυρίως από το γεωλογικό υπόβαθρο της περιοχής και τους ανθρωπογενείς παράγοντες που επέδρασαν σε αυτήν. Η διαμόρφωση του εδάφους του νησιού, η οποία χαρακτηρίζεται από την έλλειψη πεδινών εκτάσεων και την απουσία ρεόντων υδάτων, ανάγκασε τους κατοίκους να μετατρέψουν τα επικλινή εδάφη σε καλλιεργήσιμα, προκειμένου να ασχοληθούν με τη γεωργία και ιδιαίτερα με τη δενδροκομία. Γι’ αυτό, η Νίσυρος, παρότι στερείται «πραγματικών» δασών, εμφανίζεται δενδροφυτευμένη ως τις κορυφές των βουνών της.
Τα καλλιεργούμενα δέντρα, από τα αρχαία χρόνια, είναι: η ελιά (Olea europea ssp. europea), η αμυγδαλιά (Amygdalus communis), η συκιά (Ficus carica), η βελανιδιά (Quercus macrolepis) και η αγραμυθιά (Pistacia terebinthus). Σήμερα που η γεωργία έχει σημαντικά περιοριστεί, οι περισσότερες καλλιεργημένες εκτάσεις έχουν μετατραπεί σε φρυγανότοπους.
Ωστόσο, η φυσική βλάστηση του νησιού -πριν από την επίδραση του ανθρώπου- πρέπει να ήταν η δασική και η θαμνώδης, άποψη που ενισχύεται από την ύπαρξη των ειδών Quercus coccifera, Pistacia terebinthus και Quercus macrolepis. Το πρώτο είδος, ευρύτερα γνωστό ως πουρνάρι, με τη μορφή δέντρων και υψηλών θάμνων σχηματίζει δάσος μεταξύ των βουνών Προφήτης Ηλίας και Νύφιος, ενώ στην περιοχή της Ευαγγελίστρας εμφανίζεται σε θαμνώδεις συστάδες. Τα δύο άλλα είδη, στις εξαιρετικές περιπτώσεις που απαντούν εκτός των καλλιεργημένων εκτάσεων (Άγιος Ιωάννης-Κυρά Παναγιά), αποτελούν υπολείμματα εκτεταμένου άλλοτε δάσους .
Σε ακαλλιέργητες θέσεις της Νισύρου, καθώς και σε θέσεις ικανές να συγκρατούν μεγαλύτερες ποσότητες υγρασίας, όπως είναι λ.χ. οι χαράδρες, συναντάμε περιορισμένης έκτασης θαμνώδη βλάστηση.
Όμως, η μορφή βλάστησης που κυριαρχεί σε ολόκληρο το νησιωτικό συγκρότημα είναι η φρυγανώδης, με χαρακτηριστικότερα είδη τα φρύγανα Cistus creticus, C. salviifolius, Sarcopoterium spinosum και Erica manipuliflora.
Η ιδιαίτερη βλάστηση της περιοχής των κρατήρων (Ραμός-Λακκί)
Με την τελευταία έντονη δράση του ηφαιστείου κατά το 1873-1877 η βλάστηση της περιοχής των κρατήρων κατεστράφη ολοσχερώς. Σήμερα η βλάστηση της περιοχής αναπτύσσεται σε έδαφος σχηματισμένο από υλικά πλήρωσης της καλδέρας, τόσο κλαστικά ιζήματα, όσο και λασπορεύματα με θραύσματα εξαλλοιωμένων ηφαιστιτών που προέρχονται από τις υδροθερμικές εκρήξεις, και είναι φρυγανώδης.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτών των φρυγάνων αποτελεί η νανώδης μορφή τους, η οποία πρέπει να αποδοθεί αφενός μεν στη σύσταση του εδάφους, αφετέρου δε στη θερμοκρασία του, που είναι υψηλή λόγω της έντονης υδροθερμικής δράσης της περιοχής. Τα νανώδη είδη που συνθέτουν τη βλάστηση στο συγκεκριμένο χώρο είναι τα ακόλουθα:
• Ρείκι (Erica manipuliflora)
• Σκίτθος (Cistus creticus και C. salviifolius)
• Θυμάρι (Thymus capitatus)
Αξιοσημείωτη πρωτοπορία στην επανεποίκηση της περιοχής των κρατήρων παρουσιάζει το ρείκι. Η εποικιστική ικανότητα του είδους αυτού έχει διαπιστωθεί και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις καταστροφής της αρχικής βλάστησης.
Μεταξύ των φρυγάνων φύονται διάφορα αγρωστώδη και ποώδη φυτά. Σποραδικά, τέλος, παρατηρούμε μεμονωμένους θάμνους, όπως ασπαλάθους, σπάρτα και γλάστρους.
Ένα νέο υποείδος και ένα νέο είδος.
Το καλοκαίρι του 1974, η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Πατρών (καθηγητής Δημ. Φοίτος και βοηθός Στυλ. Παπάτσου) εντόπισε στην περιοχή της Νισύρου το υποείδος ammophilon του είδους Limonium graecum και ένα νέο είδος, την Campanula nisyria.i) Limonium graecum (Poiret) Rech. fil. op. cit. ssp. ammophilon Papatsou et Phitos, ssp. nov.Το υποείδος ammophilon αποτελεί απομονωμένη γεωγραφικά μορφή, η οποία διαφέρει από τα υπόλοιπα υποείδη του L. graecum, κυρίως γιατί διαθέτει χνουδωτά και μεγάλα βράκτεια, καθώς και σαφώς λογχοειδή-γραμμοειδή φύλλα. Βοηθητικά διακριτικά γνωρίσματα του εν λόγω υποείδους είναι το πλήθος των άγονων πλαγίων βλαστών του και η αραιοί στάχεις του.
Κυτταρολογική εξέταση δειγμάτων του ammophilon, από τις αμμώδεις παραλίες της νησίδας Γυαλί, έδειξε χρωμοσωματικό αριθμό 2n=42, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το υποείδος παρουσιάζει πολυπλοειδία. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι αυτός ο χρωμοσωματικός αριθμός συναντάται για πρώτη φορά μέσα στο γένος Limonium.ii) Campanula nisyria Papatsou et Phitos, sp. nov.Η Campanula nisyria είναι φυτό διετές ή πολυετές. Καλύπτεται στο σύνολό της από μακρύ χνούδι και έχει μονήρη βλαστό μήκους 70 εκ. και άνω, ο οποίος ενίοτε δημιουργεί λεπτές διακλαδώσεις. Τα φύλλα στη βάση του φυτού είναι ωοειδή με οδοντωτές ή πριονωτές απολήξεις και έχουν μήκος το οποίο ξεπερνά τα 22 εκ. Τα άνθη της Campanula nisyria είναι τις περισσότερες φορές επιφυή, ενώ στις σπάνιες περιπτώσεις που φέρουν μίσχο, αυτός είναι υποτυπώδης. Χαρακτηριστική είναι η διαμόρφωσή τους σε σταχυοειδείς ταξιανθίες, όπου τα άνθη εκφύονται μεμονωμένα ή σε πολυπληθέστερες ομάδες. Ο κάλυκας, πιο συγκεκριμένα, απαρτίζεται από σέπαλα τριγωνικά-ωοειδή, τα οποία στην περιφέρεια του ελάσματος σχηματίζουν μικρές βλεφαρίδες. Η στεφάνη του άνθους αποτελείται από μεγάλα πέταλα, τα οποία συμφύονται σε σωλήνα μήκους περίπου 20 χιλιοστών και διαμέτρου σχεδόν 11 χιλιοστών στο μέσον, και απολήγει σε μικρούς λοβούς. Το χρώμα της στεφάνης ποικίλλει από ιώδες έως βιολετί. Τέλος, το κάθε άνθος φέρει πεντάχωρη ωοθήκη και πέντε στίγματα.Οι μορφολογικοί χαρακτήρες και η γεωγραφική εξάπλωση της Campanula nisyria μας οδηγούν στη στενή συγγένειά της με την ομάδα των ειδών: Campanula lyrata, C. hagielia, C. betonicaefolia, C. sporadum και C. iconia, τα οποία εξαπλώνονται στα ανατολικά νησιά του Αιγαίου και τη Μικρά Ασία (Phitos, 1965). Ειδικότερα, σαφείς είναι οι φυλογενετικές σχέσεις της Campanula nisyria με τα δύο πρώτα είδη, των οποίων αποτελεί, θα λέγαμε, διαφοροποιημένη μορφή.Η campanula nisyria συνιστά ένα από τα πιο χαρακτηριστικά χλωριδικά στοιχεία της Νισύρου.
Φυτογεωγραφική θέση της Νισύρου.
Η Νίσυρος, φυτογεωγραφικά, θεωρείται ότι ανήκει στην ανατολική χλωριδική περιοχή του Αιγαίου (Rechinger, 1950).Υπάρχει έντονη εκπροσώπηση ανατολικών στοιχείων, όπως:Aristolochia hirta A. parvifolia Nigella arvensis ssp. glauca Papaver gracile Trifolium pilulare T. argutum Convolvulus scammonia Scrophularia canina ssp. floribunda Campanula nisyriaΑπό τα παραπάνω είδη η Campanula nisyria είναι ενδημικό και περιορίζεται μόνο στη Νίσυρο, ανήκει όμως στην ομάδα της C. lyrata, της οποίας η γεωγραφική εξάπλωση είναι τυπικώς ανατολικοαιγαιϊκήΤο είδος Papaver gracile είναι γνωστό από τη Μικρά Ασία και εντοπίστηκε για πρώτη φορά στο χώρο του Αιγαίου στη Νίσυρο. Η γεωγραφική εξάπλωση της Nigella arvensis ssp. glauca (Strid, 1970) συμπίπτει με την εξάπλωση της ομάδας Campanula lyrata και χαρακτηρίζει την ανατολική χλωριδική περιοχή του Αιγαίου. Τα είδη Trifolium pilulare και T. argutum είναι επίσης χαρακτηριστικά του ανατολικού Αιγαίου. Τέλος, ανατολικό χλωριδικό στοιχείο είναι και το Limonium hirsuticalyx, το οποίο είναι γνωστό από τη Ρόδο και την Κω.

Pin It on Pinterest