Το μικρό ηφαιστειογενές αρχιπέλαγος της Νισύρου, ή πολύνησο της Νισύρου, εξερεύνησε το 2000 επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου Αιγαίου, υπό τη διεύθυνση των καθηγητών Βερνίκου Νικόλα και Δασκαλοπούλου Σοφία, με χρηματοδότηση του Υπουργείου Αιγαίου.
Στόχος του προγράμματος είναι να δείξουμε ότι οι νησίδες και ερημονησίδες του Αιγαίου είναι τμήμα ενός ανθρωπογενούς κατοικημένου τοπίου, μέσα στο οποίο ανέκαθεν κινούντο οι άνθρωποι. Αποβλέπαμε, με τον τρόπο αυτό στην άσκηση εθνικής κυριαρχίας στις νησίδες του Ανατολικού Αιγαίου και του Καρπάθιου πελάγους.
Η ανθρώπινη παρουσία συνδέεται τόσο με τις θαλάσσιες διαδρομές που γίνονται από ασφαλές αγκυροβόλιο σε ασφαλές αγκυροβόλιο, και χαρακτηρίζεται με τις εποχικές καλλιέργειες των επιφανειών στις οποίες υπάρχει χώμα και έχουν διαμορφωθεί με όχτους ή τράφους (αναβαθμίδες και περιτειχίσματα από ξερολιθιές), και από τη βόσκηση της βλάστησης που υπάρχει στην περίοδο από Νοέμβριο μέχρι Απρίλιο. Σε πολλές νησίδες, εξ άλλου, ξερολιθικά τειχίσματα, χωρίζουν στα δύο, από γιαλό σε γιαλό, την χρήσιμη επιφάνεια, επιτρέποντας την γεωργική και κτηνοτροφική αμειψισπορά, όπως συμβαίνει π.χ. στην νησίδα Περγούσα ή στη νησίδα Μεγάλος Ανθρωποφάς των Φούρνων.
Η καταγραφή των κτισμάτων, των υποσκάπτων χώρων αποθήκευσης και καταφυγής, όπως και των στερνών συλλογής βρόχινου νερού, αποδεικνύει ότι τα ελληνικά αρχιπελάγη, και ειδικότερα εκείνο της Δωδεκανήσου και των Λειψών, περιλαμβάνουν και περιστοιχίζονται από ένα πλήθος νησιδίων που μπορούν να υποστηρίξουν ανθρώπινη κατοίκηση και προσφέρονται για οικονομικές δραστηριότητες, ήδη από την πρώιμη αρχαιότητα.
Με άλλα λόγια δεν πρόκειται για βραχονησίδες, οι οποίες σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θαλάσσης του 1982 δεν διαθέτουν περιβάλλουσα αποκλειστική οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα. [2]
Η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Αιγαίου έκανε 900 περίπου φωτογραφικές λήψεις στα νησιά, συγκέντρωσε ορισμένα δείγματα από την χλωρίδα, κελύφη από τους δύο πληθυσμούς σαλιγκαριών που ζουν στην Περγούσα, όπως και ενδείξεις από την παρουσία τρωκτικών, πουλιών και του ενδημικού είδους σαύρας [3]. Φωτογράφισε, επίσης, επιφανειακά αρχαία όστρακα.
Στις νησίδες Γυαλί / Γιαλί, Περγούσα, Παχειά, Αγιος Αντώνιος διαπιστώθηκε η ύπαρξη απολιθωμένων ακτογραμμών σε μορφή beachrocks σε διάφορα βάθη υποθαλάσσια. Στη νησίδα Γιαλί διαπιστώθηκε η ύπαρξή τους και πάνω από το σημερινό θαλάσσιο επίπεδο, στοιχείο που δηλώνει πρόσφατη τεκτονική ενεργοποίηση της περιοχής. Επίσης, εντοπίσθηκαν θαλάσσιες αναβαθμίδες σε διάφορα επίπεδα. Σε όλες τις νησίδες βρέθηκε ηφαιστειακή τέφρα ιζηματογενούς μορφής, που σχετίζεται με σχετικά πρόσφατη ηφαιστειακή δράση. Πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία από τις διάφορες εμφανίσεις ηφαιστειακής τέφρας, καθώς επίσης και από διάφορους παλαιοεδαφικούς ορίζοντες. Σκοπός της δειγματοληψίας είναι η εργαστηριακή ανάλυση των δειγμάτων, στο τμήμα Μεσογειακών Μελετών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, για την επίλυση των διαφόρων φάσεων δημιουργίας τους, καθώς επίσης και η χρονολόγηση των φάσεων αυτών.
Έγιναν ακόμη υποβρύχιες φωτογραφικές λήψεις της μέρους της βυθισμένης ακτογραμμής, μέσα στην οποία υπάρχουν αρχαία κεραμικά όστρακα. Γεωλογικά, τέλος δείγματα δόθηκαν από το τμήμα Μεσογειακών μελετών του Πανεπιστημίου Αιγαίου για ανάλυση στα εργαστήρια του Δημόκριτου.
Μέρος του φωτογραφικού υλικού είχε αρχίσει να αναρτάται στην ιστοσελίδα του Τμήματος Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, ενώ έχει ψηφιοποιηθεί το φωτογραφικό υλικό και ενσωματώθηκε σε ένα CD που περιλαμβάνει την περιήγηση στο πολύνησο της Νισύρου και εδόθη στο Υπουργείο Αιγαίου, μικρό τμήμα του οποίου δημοσιεύτηκε το 2001.
Επίσης, έχει συγκεντρωθεί επαρκής βιβλιογραφία και έγινε η προετοιμασία για ένα επόμενο στάδιο της εθνολογικής και αρχαίο-οικολογικής εξερεύνησης των νησίδων του Ανατολικού Αιγαίου, στην οποία προβλέπεται και η ανθρωπολογική έρευνα των οικογενειών που εκμεταλλεύονταν ή ήσαν ενοικιαστές των διαφόρων αυτών νησιδίων. Έρευνα που θα εξαρτηθεί από την δυνατότητα χρηματοδότησής της.
Υπόσκαπτο αρχαίο κτίσμα
στην νησίδα Στρογγυλή της Νισύρου!
Στη συνέχεια, εδώ, θα επικεντρωθούμε στις νησίδες Περγούσα και Παχειά, καθώς η νήσος Γυαλί θα αποτελέσει αντικείμενο χωριστής αρχαίο-οικολογικής έρευνας υπό τη διεύθυνση του καθ. Διαμαντή Σάμψων, o οποίος από δεκαετίες το ερευνά και ανέδειξε τον νεολιθικό οικισμό. Οι νησίδες Στρογγυλή, Κανδελιούσα και το πολύνησο της Αστυπάλαιας προβλέπεται να ερευνηθούν συστηματικά στο δωδεκάμηνο από Σεπτέμβριο 2001 ως Σεπτέμβριο 2002. [4]
Η νησίδα Στρογγυλή της Νισύρου.
Γενικές παρατηρήσεις:
Το πολύνησο της Νισύρου
Η ηφαιστειογενής νησιωτική ομάδα της Νισύρου αποτελεί μια ουσιαστική γεωγραφική, οικονομική και πολιτική οντότητα, που όπως διαπιστώσαμε έχει και μια μακραίωνη ιστορική διάσταση όπως μαρτυρούν τα μνημεία και τα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας που βρίσκει κάνεις τόσο στη ξηρά, όσο και πάνω στις βυθισμένες ακτογραμμές.
Η απόσταση από την Κω στην Νίσυρο.
Το μικρό αυτό αρχιπέλαγος περιλαμβάνει, εκτός από τη νήσο Νίσυρο, τη νησίδα Γυαλί (455,8 εκτάρια), και τη συστάδα των νησιδίων Στρογγυλή (21,1 εκτάρια), Παχειά (116,5 εκτάρια, 106 μ. υψ.), Περγούσα (118 εκτάρια), Άγιος Αντώνιος (7,9 εκτάρια). Κάπως μακρύτερα, σε ΝΔ κατεύθυνση προς το μέσο του Αιγαίου, 8 μίλια από το άκρο Κάτερος, βρίσκεται και η νησίδα Κανδελιούσα ή Αντελέουσα, (134,6 εκτάρια). Παρατηρούμε πως οι νησίδες είναι διατεταγμένες κατά μήκος ενός Β-ΝΔ άξονα που συνδέει την περιοχή της Κνίδου και καταλήγει στη νησίδα Κανδηλέουσα στο μέσο του Αιγαίου
Αξίζει να προσθέσουμε ότι ήδη στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αναφέρεται ότι στην επαρχία (μουδιρλίκι) της Νισύρου ανήκαν «οι μικρότατες νήσοι Πυργούσα, Εσδιρέγγιλος, Ενδολογούσα [5] και Γυαλί» που είχαν παραχωρηθεί από το Οθωμανικό κράτος στην κοινότητα Νισύρου και για τα οποία υπήρχαν οθωμανικοί τίτλοι ιδιοκτησίας
Το Ανατολικό τμήμα (με στοιχείο Α΄) της νησίδας Γυαλί με τα συστατικά και τα παραρτήματα του παραχωρήθηκε, όμως, στο δήμο Νισύρου μόνο στις 28 Ιουλίου 2017 με νομοθετική πράξη. Την δεκαετία του 1950, το τμήμα αυτό είχε (αντικανονικά) εγγραφεί στο ελληνικό Δημόσιο, αντί να εγγραφεί στην τότε κοινότητα του Εμπορειού Νισύρου, όπως έγινε με το Δυτικό τμήμα του νησιού όπου είναι τα κοιτάσματα ελαφρόπετρας, που δόθηκε στον Δήμο Μανδρακίου Νισύρου, μετά από τις προσπάθειες του τότε Δημάρχου Γεωργίου Γιαλούρη. Έκτοτε παρά τις προσπάθειες διαδοχικών Δημοτικών Αρχών δεν είχε καταστεί δυνατό να επανέλθει και το Ανατολικό τμήμα στην ιδιοκτησία της κοινότητας Εμπορειού.
Όλα τα τμήματα ξηράς του συγκροτήματος έχουν αρχαία και ιταλικά κτίσματα, σημαντικά ιστορικά μνημεία, εγκαταλελειμμένες στέρνες, βλάστηση και καλλιεργήσιμη γη. Στις νησίδες Παχειά, Πυργούσα και Στρογ-γυλή (βλ. ό.π. εικόνες) υπάρχουν υπόσκαπτοι χώροι που στην πλειοψηφία τους έχουν διαβρωθεί. Τα καλλιεργήσιμα μέρη είναι οργανωμένη με μια σειρά από χαμηλές αναβαθμίδες που είναι πάντα ορατές (ακόμα και στις δορυφορικές εικόνες) και θα μπορούσαν να συντηρηθούν.
Συμπερασματικά διαπιστώθηκε πως στις ακατοίκητες σήμερα νησίδες Παχειά και Περγούσα και δευτερευόντως στη Στρογγυλή υπάρχουν εκτεταμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, παλιά αλώνια, αναβαθμίδες (πεζούλες, σέτια, βασταοί), καταστραμμένες στέρνες συλλογής βρόχινου νερού, και δύο κτίσματα της δεκαετίας του 1930 ιδιοκτησίας δήμων της Νισύρου.
Επίσης, σε όλες τις νησίδες υπάρχουν μαντριά και στάνες διαφόρων εποχών, καθώς και καταλύματα κτηνοτρόφων, τα οποία φωτογραφήθηκαν.
Υπόσκαπτο μαντρί κοντά στην εκκλησία
στην νησίδα Πέργουσα.
Μέχρι το 1998 τουλάχιστον, αρκετές από τις νησίδες φιλοξενούσαν κατσίκες, ένα κοπάδι μάλιστα είχε κατορθώσει να επιζήσει, τον Σεπτέμβριο του 2000, πάνω στην Περγούσα. Ελαιόδεντρα, εξ άλλου υπάρχουν γύρω από τον κρατήρα της Στρογγυλής.
Το επίκεντρο της οικονομικής ζωής των νησίδων βρίσκεται στο Γυαλί όπου (το 2000) δύο μεταλλευτικές εταιρείες εκμεταλλεύονταν τα κοιτάσματα κίσσηρης και περλίτη. Διατηρούν έναν οικισμό με 21 κατοίκους (το 2011) και έχουν οργανωμένες θαλάσσιες επικοινωνίες με το Μανδράκι της Νισύρου και κυρίως με την Καρδάμαινα της Κω, κοντά στην οποία είναι το διεθνές αεροδρόμιο. [6]
Λευκές επιφάνειες κίσσηρης (ή περλίτη) βρίσκουμε στην Παχειά και στην Περγούσα, όπως και στο νησίδιο του Άγιου Αντώνιου, που είναι ουσιαστικά εξάρτημα του Γυαλιού. Αντίστοιχα κοιτάσματα υπάρχουν και στη Νίσυρο, όπου μας είναι γνωστές οι προσπάθειες εκμετάλλευσης τους, ήδη από το 1947 [7].
Μέρος του κοιτάσματος οψιανού στην νησίδα Γυαλί.
Το γεωλογικό πάντως υλικό που χαρακτηρίζει το Γυαλιού είναι ο οψιανός / οψιδιανός που βρίσκεται στο ΒΑ τμήμα της νησίδας, 500 περίπου μέτρα μετά από τον επίπεδο λαιμό με τις αμμοθίνες, και σχηματίζει ολόκληρους βράχους από το μαύρο ηφαιστειογενές γυαλί. Όπως είναι γνωστό ο οψιανός του Γυαλιού, με τις χαρακτηριστικές φυσαλίδες που περιέχει, χρησιμοποιείτο από την νεολιθική εποχή για την κατασκευή εργαλείων και μικροαντικειμένων. Παρ’ όλη την κάπως χαμηλή ποιότητα του οψιανού του Γυαλιού, σε σχέση με τον καθαρό οψιανό της Μήλου, έχουμε την εντύπωση πως στο αρχαίο νταμάρι έχει γίνει εντατική εκμετάλλευση και έχει εξαντληθεί το μεγαλύτερο μέρος του επιφανειακού κοιτάσματος. [8]
Επιφανειακά θραύσματα οψιανών στην νησίδα Γυαλί.
(Τα 4 πρώτα φαίνονται να προέρχονται από εξωγενή πηγή;).
Η πρώτη εντύπωση από την επίσκεψη στο συγκρότημα των περιφερειακών νησιδίων της Νισύρου δίνει την αίσθηση πως ο χώρος περνάει μια μεταβατική περίοδο. Παντού η έντονη παρουσία μνημείων του ιστορικού παρελθόντος όλων των εποχών, συνοδεύεται από τη σημερινή εγκατάλειψη των υποδομών που, στη δεκαετία του 1930 στήριζαν την γεωργό-κτηνοτροφική εκμετάλλευση και τη κατοίκηση των νησιδίων και καθιστού-σαν τις νησίδες κατοικήσιμες και εκμεταλλεύσιμες σύμφωνα με τον ορισμό του Δικαίου της Θάλασσας. Από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο Γιαλί και στις δύο άλλες παρακείμενες νησίδες είναι δυνατή μια πρώτη αξιολόγηση των βλαστικών διαδοχών, που προέκυψαν από τη μακροχρόνια διακοπή της βόσκησης. Συγκεντρώθηκε φωτογραφικό υλικό για την φθινοπωρινή κατάσταση του οικοσυστήματος θινών (αιολικές αποθέσεις σύγχρονες και απολιθωμένες) το οποίο ενδέχεται να έχει σήμερα (2018) εν μέρει καταστραφεί από την συστηματική εξόρυξη περλίτη.
Ταυτόχρονα, όμως, στο Γυαλί βέβαια δημιουργήθηκε ένας βιομηχανικός πόλος, ενώ σε όλη την έκταση του νησιωτικού μικρόκοσμου που περιλαμ-βάνει αθροιστικά τις αιγιαλίτιδες ζώνες πέντε νησιδίων, κινούνται πλοιάρια αναψυχής και ντόπιοι ερασιτέχνες ψαράδες που στέκουν κοντά στα ερημικά παράλια. Διαφαίνεται ήδη πως η εποχική τουριστική βιομηχανία της Καδάρμαινας και της Νισύρου προχωρεί στην εκμετάλλευση των παράκτιων περιοχών της πολυνήσου.
Με τον τρόπο αυτό, μέσα από τον τουρισμό, η γεωγραφική και διοικητική οντότητα των νησιδίων της Νισύρου τείνει να αποκτήσει και πάλι μια οικονομική ενότητα και χρηστικότητα. Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο να αναδειχθούν όλα τα στοιχεία των προηγουμένων ιστορικών εποχών, όπως και η γεωλογική και οικολογική ιδιαιτερότητα της νησιωτικής αυτής συστάδας και να ενταθεί μια περιβαλλοντικά ήπια υποστηρικτική ανθρώπινη παρουσία. Μια μακροχρόνια «αειφόρα» οίκο-τουριστική βιομηχανία πρέπει να στηρίζεται στο τρίπτυχο της αξιοποίησης, αναβάθμισης και διατήρησης της πολιτισμικής και της οικολογικής κληρονομιάς από την τοπική κοινωνία. Υποστηρίζουμε πως η αθροιστική υπαγωγή των νησίδων στο δίκτυο Natura 2000 αντί να συμβάλλει στην διατήρηση των ανθρωπογενών οικολογικών ισορροπιών που διαμορφώθηκαν στη διάρκεια 10.000 τουλάχιστον ετών, οδηγεί στην ερημοποίηση και σταδιακή αποψίλωση των περισσοτέρων νησίδων.
Βασιζόμενη στη μακροχρόνια αρχαιολογική έρευνα του Αδαμάντιου Σάμψων στο Γυαλί, η εξερεύνηση των νησιδίων το φθινόπωρο του 2000, από την επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου Αιγαίου έδειξε ότι στο πολύνησο της Νισύρου υπάρχουν οι ακόλουθες σύνθετες ενότητες:
1. Μια γεωλογική ενότητα που περικλείει, όμως, ποικιλία τοπικών ιδιαιτεροτήτων και επεκτείνεται υποθαλάσσια στις βυθισμένες ακτογραμμές. Στη γεωλογία αυτή δεσπόζει η παρουσία του συγκροτήματος των ηφαιστείων της Νισύρου, του Γυαλιού και ο ηφαιστειακό κώνος της Στρογγυλής μέσα στον οποίο συγκεντρώνονται, εποχικά, μικρές ποσότητες νερού.
2. Μια ενότητα βλαστικών και καλλιεργητικών οικοσυστημάτων, που επικοινωνούν μεταξύ τους χάρις σε ανθρώπινες δραστηριότητες που ασκούνται αδιάκοπα εδώ και αρκετές χιλιετίες, μεταφέροντας, από νησίδα σε νησίδα, φυτά, σπόρους, ζώα και κάθε είδους αντικείμενα πολιτισμού και τεχνολογίας.
3. Τη φυτοχλωρίδα των νησιδίων συνοδεύει μια ποικιλόμορφη πτηνοπανίδα και ένα πλήθος από έντομα, ερπετά (σαύρες) και σαλιγκάρια. Οι νησίδες, όμως, φιλοξενούν και θηλαστικά: τρωκτικά (ποντικοί, κουνέλια,) και μερικά αιγοπρόβατα που επιζούν μέχρι σήμερα μετά τη διακοπή της βόσκησης, ενώ παράλληλα άρχισαν να εισάγονται και κατοικίδια (γάτες, σκύλοι).
4. Η παρουσία οψιανού, μιας νεολιθικής πρώτης ύλης για την κατασκευή εργαλείων και κοσμημάτων, όπως και η ύπαρξη αρκετού καλλιεργήσιμου εδάφους οδήγησε στην εκμετάλλευση και στην κατοίκηση των νησιδίων σε όλη τη διάρκεια της προϊστορίας και μέχρι πρόσφατα. Ακόμα και σήμερα βρέθηκαν πάνω στην Περγούσα ένα ντιζελοκίνητο τρακτέρ και ένα μεγάλο άροτρο. Οι νησίδες διαθέτουν έναν αξιόλογο προϊστορικό πολιτισμικό παρελθόν και ένα μέρος από το Γυαλί, με την υποδομή που διαθέτει, θα μπορούσε να αναδειχθεί σε σημαντικό αρχαιολογικό πάρκο.
Το πρώτο αρχαίο κάστρο στο κέντρο της νησίδας Περγούσα.
5. Με κέντρο το αρχαίο φρούριο της Νισύρου [9] (ΝΔ από το Μαντράκι), το πολύνησο διαθέτει ένα σημαντικό σύμπλεγμα αμυντικών κτισμάτων του τέλους της κλασσικής ή ελληνιστικής εποχής [10] που πιστεύουμε ότι οργανώθηκε είτε από τους Εκατομνήδες (Μαύσωλος) είτε από την Ροδιακή Πολιτεία για να αντιμετωπίσει την πειρατεία. Το σύμπλεγμα αποτελείται από το περιτειχισμένο παραλιακό πόλισμα του Γυαλιού [11], τους δύο τετράγωνους πύργους ισόδομης ορθογώνιας τοιχοποιίας της Περγούσας, το συγκρότημα του πύργου της Παχειάς, μια πιθανολογούμενη φρυκτωρία στην κορυφή της Στρογγυλής, και τα παρατηρητήρια της νησίδας Κανδηλέουσας η οποία διαθέτει σήμερα, επιπλέον, έναν οργανωμένο φάρο.
Μετά τον εντοπισμό των τριών τετραγώνων πύργων, (αδημοσίευτων το 2000-1), επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη ενός ευρύτερου νησιωτικού αμυντικού συστήματος ελληνιστικών χρόνων και ύστερης αρχαιότητας.
Στη νησίδα Περγούσα, το κεντρικό οχυρό, είχε περίβολο με πύλη που έχει καταρρεύσει, τμήμα όμως της οποίας είναι ακόμα ορατό. Στο σημείο αυτό βρίσκεται εγκαταλελειμμένο ιταλικό κτίσμα και οργανωμένο συγκρότημα στέρνας συλλογής βρόχινου νερού.
Ο δεύτερος αρχαίος πύργος, ο ανατολικός,στην νησίδα Περγούσα.
6. Η γεωγραφική διάταξη των νησίδων Στρογγυλή, Παχειά, Περγούσα και Κανδηλέουσα, κατά μήκος ενός άξονα που δείχνει ΝΔ (γαρμπής, βλ. εικόνα, ό.π.) λειτουργεί σαν πυξίδα και επιτρέπει, επί πλέον, την οπτική επαφή ανάμεσα στην Κω (Κέφαλος-Καρδάμαινα, βενετικό κάστρο), την Νίσυρο και τις Κυκλάδες. Ειδικότερα, οι πύργοι των νησίδων μπορούσαν να επικοι-νωνήσουν οπτικά με τις φρυκτωρίες της Αστυπάλαιας και της Σύρνας και δημιουργούσαν, με τον τρόπο αυτό, ένα οπτικό συνεχές στο κέντρο του Αιγαίου που λειτουργούσε από την αρχαιότητα.
7. Τα χριστιανικά θρησκευτικά κτίσματα και υπόσκαπτα που υπάρχουν στα νησίδια, όπως και τα υπολείμματα αρχαίων λατρευτικών χώρων (βλέπε υπόσκαπτη εκκλησία στην Περγούσα) δημιουργούν την εντύπωση ότι στο νησιωτικό αυτό πολύνησο είχαμε ένα λατρευτικό σύνολο που περιλαμβάνει Σπηλιανές Παναγίες, τον Άγιο Αντώνιο και ένα εκκλησιαστικό μνημείο διπλών αγίων, ίσως τους Κωνσταντίνο και Ελένη. Στις λατρείες αυτές θα πρέπει, ίσως, να προσθέσουμε μία αρχαιολογική θέση του Γυαλιού που ενδέχεται να ήταν ιερό σπήλαιο ή νυμφαίο, την οποία εντόπισε η ερευνητική ομάδα στο κέντρο της νήσου, πίσω από τον οικισμό.
Αρχαιολογικό συγκρότημα στην νησίδα Παχειά.
Στην εικόνα ο καθ. Aδ. Σάμψων.
Τοπωνυμικό των νησιδίων
Στοιχεία για το τοπωνυμικό των νησιδίων μας δίνει ο χάρτης σχεδιάγραμμα του Γυαλιού του Λούη Κοντοβερού και οι διάφοροι παλιοί χάρτες των πορτολάνων του Αιγαίου.
Οι δυτικοί χαρτογράφοι σημειώνουν συστηματικά τα ονόματα Chirana, Lesindra, Caloiero και σπανιότερα το Lardin. Στο χάρτη, του P. Piacenza (1688) διακρίνουμε δύο πύργους πάνω στο νησίδιο Lardin, ένα πύργο πάνω στη Chirana και εκκλησία με παράπλευρο κτήριο πάνω στον Καλόγερο. Εκκλησία με κτήριο υπάρχει και στο γνωστό σχέδιο του νησιδίου Καλόγερο του Ιζολάριου του Bartolommei Soneti (1500), όπου απεικονίζεται και η ανυψωτική μηχανή για πλοιάρια.
Παρατηρούμε, ότι ο Soneti τοποθετεί σωστά τον άξονα της ΝΔ κατεύ-θυνσης στο κέντρο του Καλόγερου. Στην ίδια ΝΔ κατεύθυνση πλεύσης είναι και η γραμμή που περνάει από τον κάβο Μώλος της Νισύρου και αφήνει δεξιά την νησίδα Chirana. Το ναυτικό αυτό πλάνο θα μπορούσε να θεωρηθεί σωστό αν στην πορεία του γαρμπή (ΝΔ), νότια από το Μαντράκι της Νισύρου, πλεύσει κανείς αφήνοντας στο δεξί του χέρι, πρώτα τη Παχειά και αργότερα την Κανδηλέουσα.
Στον ελληνικό πορτολάνο διαβάζουμε πως για να περάσεις στη Νίσυρο «δεξιά σου αφήνεις την Παχίαν. Εις την μερέαν του γρέγου (ΒΑ) έχει ξέρην αλάργο ένα μίλιν και έχει πιθαμαίς τρεις..». Στο σημείο αυτό άλλα αντίγραφα του πορτολάνου προσθέτουν τη φράση «τότε ευρίσκεις την Κυράναν» [12].
Οι παρατηρήσεις αυτές είναι κρίσιμες, τόσο για την θεμελίωση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο χώρο των θαλασσίων διαδρομών που υποστηρίζουν την οικονομική βιωσιμότητα των νησιδίων, όσο και για την κατανόηση του εθνοαρχαιολογικού περιβάλλοντος των αιγιακών πολύνησων μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν οι ανθρώπινοι οικισμοί των μικρονησίδων, πριν από πολλές χιλιετίες.
Αν δεχτούμε πως το οιονεί μυθικό νησίδιο Καλόγερος είναι η Στρογγυλή – κάτι που όλα τείνουν να μας κάνουν να το αποδεχτούμε – τότε θα πρέπει να υποθέσουμε ότι στο πολύνησο της Νισύρου είχε αναπτυχθεί και ο μοναχισμός, τις εποχές που έδρασαν στο Αιγαίο, οι άγιοι Χριστόδουλος και Ευστράτιος.
Στοιχεία προϊστορικής – αρχαιολογικής έρευνας
Η έρευνα στο πολύνησο της Νισύρου έχει φέρει στο φως σημαντικά προϊστορικά λείψανα. Στο Γυαλί, κατ’ αρχάς, εκτός από το ακέραιο νεολιθικό κτίριο (δημοσιεύτηκε από τον Αδ. Σάμψων) και από τμήματα άλλων κτισμάτων που έχουν ανασκαφεί τα τελευταία χρόνια (1996-1999), οι επιφανειακές έρευνες στο ΝΔ τμήμα του Γυαλιού αποκάλυψαν ένα μεγάλο αριθμό νεολιθικών ευρημάτων, κυρίως κεραμική και λίθινα εργαλεία, όπως τριπτήρες, μυλόλιθους και οψιανούς. Πολύ μικρή είναι, μέχρι στιγμής, η παρουσία προϊστορικών λειψάνων στο ΒΑ τμήμα του Γυαλιού, όπου μόνο μια θέση μπορεί να θεωρηθεί ότι χρησίμευσε σε μια μικρή εγκατάσταση νεολιθικών χρόνων. Όσο για τα κεραμικά λείψανα της Χαλκοκρατίας, αυτά είναι πολύ λιγότερα και εντοπίζονται στην κορυφή του ΝΔ τμήματος της νήσου. Αναφέρονται, επίσης, δυο χωνευτήρια με σκωρίες τήξης χαλκού τα οποία χρονολογούνται από το 6.000 έως το 5.300 π.Χ., που αποδεικνύουν την πρώιμη άσκηση μεταλλουργίας στο Β.Α. Αιγαίο.
Στη διάρκεια της έρευνας των ερημονήσων βρέθηκαν μερικά λίθινα εργαλεία (τριπτήρες) στο κεντρικό τμήμα της νήσου, προς την κατεύθυνση της παραλίας που βλέπει προς την Κω. Στο κεντρικό αυτό τμήμα εντοπί-στηκαν πάνω από ένα διπλό μικρό υπόσκαπτο σπήλαιο που έχει μερικώς καταρρεύσει, νεώτερα αρχιτεκτονικά υλικά και υπάρχουν, κάτω από την πυκνή βλάστηση σχίνων και βάτων, ίχνη κατασκευών ενσωματωμένων μέσα στο βράχο.
Μέρος αρχαίων κτισμάτων, επάνω από το μικρό σπήλαιο-νυμφαίο (;) στην νησίδα Γυαλί.
Η επίσκεψη στη νησίδα Περγούσα αποκάλυψε την ύπαρξη ενός νεολιθικού στρώματος σε ένα φυσικό άνδηρο πολύ κοντά στην ακτή της ανατολικής πλευράς, εκεί που δημιουργείται ένας μικρός όρμος και υπάρχει και ο πρόχειρος μόλος. Η κεραμική είναι άβαφη ή μονόχρωμη και παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνη που βρέθηκε στο Γυαλί.
Χαρακτηριστικά δείγματα κεραμικής είναι θραύσματα από αγγεία τύπου, που θα χαρακτηρίζαμε, cheese pot, που αφθονούν στα Δωδεκάνησα, όπως λ.χ. στο Παρθένι της Λέρου και στο Γυαλί. Εκατοντάδες επιφανειακά θραύσματα από νεολιθικά αγγεία είναι άβαφα και πολύ φθαρμένα.
Υπάρχουν πολλά θραύσματα οψιανού από το Γυαλί, ενώ απαντούν και μεγάλες φολίδες που πιθανώς να ανήκαν σε εργαλεία. Βρέθηκαν επίσης και θραύσματα καθαρού οψιανού, που ομοιάζουν (βλ. εικόνα) με τον οψιανό της Μήλου και από τον οποία ένα δείγμα δόθηκε για ανάλυση.
Θραύσματα αρχαίων εργαλείων από οψιανό, όστρακα, κ.ά. από την νησίδα Γυαλί.
Στο συγκεκριμένο αυτό σημείο, ο αρχαιολόγος Αδαμ. Σάμψων θεωρεί χρήσιμο να γίνει μια δοκιμαστική ανασκαφική τομή.
Στη νησίδα Παχειά, η προϊστορική παρουσία στο εσωτερικό υψηλό μέρος της νησίδας φαίνεται κάπως μικρότερη, απαιτείται όμως μια πιο εντατική έρευνα σε ορισμένες περιοχές όπου συγκεντρώνονται νερά και υπήρχαν δυνατότητες δημιουργίας υποσκάπτων χώρων. Σποραδικά, πάντως βρέθηκαν αρκετά φθαρμένα και άβαφα όστρακα νεολιθικού τύπου, αλλά δεν εντοπίστηκε ζώνη με ιδιαίτερη συγκέντρωση τέτοιων επιφανειακών ευρημάτων. Απολεπίσματα, όμως, οψιανού από το Γυαλί υπάρχουν διάσπαρτα παντού, πολλά από τα οποία, όπως και στην Περγούσα, μπορεί να χρησιμοποιήθηκαν σε γεωργικά εργαλεία (σβάρνες) νεωτέρων εποχών. Σε νεολιθικούς πάντως χρόνους πρέπει να ανήκουν ένας τριπτήρας από ηφαιστειογενή πέτρα και ένα τμήμα από λίθινο πέλεκυ.
Νεώτερης αρχαιολογικής περιόδου αλλά διαφόρων εποχών είναι τα 30 επιφανειακά ευρήματα:
Επιφανειακά όστρακα από την νησίδα Παχειά Νισύρου.
Στη νησίδα Στρογγυλή η πυκνή επιφανειακή βλάστηση (αφάνες, θάμνα) και οι γκρεμισμένες ξερολιθικές πεζούλες (αναβαθμίδες ή αναλημματικοί τοίχοι) εμποδίζουν την επιφανειακή έρευνα, Υπάρχουν όμως παντού φθαρμένα όστρακα προϊστορικού τύπου, ιδίως στο πλάτωμα της κορυφής (όπου το βαθούλωμα της μικρής καλντέρας), η οποία από το γεγονός αυτό φαίνεται ότι καλλιεργείτο από τους προϊστορικούς χρόνους. Εδώ συγκεντρώνονται και μερικές ποσότητες βρόχινου νερού, στο βαθούλωμα και δημιουργείται ένα μικρό έλος. Μερικά μεμονωμένα υποκείμενα δείχνουν πως στη νησίδα είχαν φυτευτεί και πολλά δέντρα είναι τώρα άγρια και με την παρουσία τους δυσκολεύουν την παρατήρηση της επιφανείας του εδάφους.
Θα προσθέσουμε ότι στις βυθισμένες ακτογραμμές των νησίδων είναι ορατά, ενσωματωμένα στον πυθμένα, όστρακα ιστορικών χρόνων.
Μια από τις ανακαλύψεις της αρχαιο-οικολογικής έρευνας, που ανακοινώθηκε από τον καθ. Νικόλα Βερνίκο, στο συνέδριο που οργάνωσε το Υπουργείο Αιγαίου, είναι η δυνατότητα που προσφέρουν οι ρίζες και οι κορμοί των μεγάλων θάμνων που υπάρχουν στα νησιά, για την κατασκευή εργαλείων: βελόνια, σουβλιά, μύτες για βέλη και καμάκια, άγκιστρα. Πειραματικά, ορισμένα βελόνια και σουβλιά φτιαγμένα με τις σκλήθρες και τα θραύσματα ριζών αποδείχθηκαν ικανά να τρυπήσουν δέρματα και να λειτουργήσουν ως εργαλεία και ως φονικά όπλα για μικρά ζώα.
Επιφανειακά όστρακα και θραύσματα στην νησίδα Περγούσα.
Λατρευτικοί χώροι
Τα νησίδια της Νισύρου έχουν τέσσερα εκκλησάκια:
1. Τον Άγιο Αντώνιο στην ομώνυμη νησίδα του Γυαλιού,
2. Τον Άγιο Ιωάννη του Γυαλιού στο ΝΔ τμήμα κοντά στο Ελληνιστικό Κάστρο.
3. Τη δίχωρη υπόσκαπτη εκκλησία της Παναγιάς Σπηλιανή της Περγούσας,
4. Την υπόσκαπτη εκκλησία της Στρογγυλής.
5. Τα ερείπια μονόχωρου ναού που διαμορφώθηκε μέσα στον τετράγωνο πύργο της Παχειάς.
Ορισμένα ανάλογα παλαιοχριστιανικά μνημεία υπάρχουν και στη Νίσυρο, τα περιέγραψε το 1994 ο Ι. Βολανάκης [14]. Αυτά είναι: το υπόσκαπτο ναϊδριο Κωνσταντίνου και Ελένης στη θέση Κήποι στο Μανδράκι, που βρίσκεται σε 4,50 μ βάθος, ο Άγιος Αντώνιος στο νεκροταφείο του Μαντρακίου, Επίσης στην Νίσυρο, όπως ακριβώς έγινε στην Παχειά όπου φτιάχτηκε εκκλησία μέσα στον ελληνιστικό πύργο, μια παλαιοχριστιανική βασιλική είχε κτιστεί μέσα στο Παλαιόκαστρο. [15]. Πρέπει να επισημάνουμε ότι μερικά από τα ναΐδρια της Νισύρου καλύπτονται με κτιστές καμάρες και χρησιμοποιούν ένα ή δύο ενισχυτικά τόξα (σφενδόνια) για τη στήριξη της οροφής τους.
Η υπόσκαπτη εκκλησιά της νησίδος Περγούσας.
Κοντά στο παραλιακό υπόσκαπτο μαντρί, σκαμμένη μέσα στο ίδιο μαλακό πέτρωμα, είναι το εκκλησάκι της Περγούσας. Βρίσκεται όλη κάτω από το έδαφος, η κάθοδος γίνεται με ένα στενό διάδρομο βάθους δυόμιση περίπου μέτρων, και πίσω από την πόρτα της εισόδου κατεβαίνει κανείς δύο σκαλοπάτια. Ο εσωτερικός χώρος είναι διαμορφωμένος σε δύο σκαπτά δωμάτια, στο κυρίως ναό που επεκτείνεται από το χώρο του αγίου βήματος και από ένα μικρό πίσω δωμάτιο που το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη. Ο διάδρομος της εισόδου ήταν γεμάτος άγρια αγκαθωτά σπαράγγια που αγκάλιαζαν το ξύλινο κινητό φράγμα που έκλεινε την πόρτα, εμποδίζοντας τα ζώα να μπουν μέσα.
Όπως φαίνεται και στην φωτογραφία η εκκλησούλα έχει δύο εικόνες. Η μία είναι μια χάρτινη εικόνα: που φέρει την επιγραφή «Παναγιά η Σπηλιανή της Νισύρου», Νέα Υόρκη απλβ’ (1932) Λούης Κοντοβερός [16]. Και η δεύτερη φέρει τη σημείωση πως έγινε «Δαπάνη Νικολάου Κλεάνθους Πλάκα».
Στον Λούη Κοντοβερό οφείλονται οι πληροφορίες για το πολύνησο που βρίσκει κανείς διάσπαρτες στα διάφορα τεύχη του περιοδικού Νισυριακά. [17]
Στη παραλία της Περγούσας, στο σημείο αποβίβασης και πριν αρχίσει η ανάβαση στο εσωτερικό της νησίδας υπάρχει ένα αφιέρωμα στον Άγιο Νικόλαο, με την ακόλουθη επιγραφή:
Άγιος Νικόλαος
Αφιέρωμα
Ζήσης Γούλας
Πέτρος Σταθόπουλος
Μανώλης Διαληνός
Έχουμε, έτσι, ένα μικρό κατάλογο ανθρώπων που συνδέονται με την Περγούσα, σ’ αυτούς πρέπει να προσθέσουμε και τον τελευταίο ενοικιαστή των νησίδων Νίκο Χαρήτο, με την οικογένεια του, που σήμερα διακινεί με το πλοιάριο του το προσωπικό των μεταλλευτικών εταιρειών του Γυαλιού.
Άλλοι γνωστοί ενοικιαστές υπήρξαν ο Νίκος Σταυριανός, ο επονομαζό-μενος “ο άγιος” και ο Γιάννης ο Κορκής.
Πύργοι και κτίσματα των νησιδίων της Νισύρου
1. Νησίδα Παχειά (Ραχιά, Πασκιά)
Η Παχειά διαθέτει ένα συγκρότημα ερειπωμένων κτισμάτων που είχε χρησιμοποιηθεί από τους Νισύριους κτηνοτρόφους και ανήκε στον παλιό δήμο Νικιών.
Κέντρο του σύγχρονου κτηνοτροφικού οικιστικού συγκροτήματος είναι ένα ευρύχωρο κτίσμα του 1935 (όπως δηλώνεται στην εντοιχισμένη επιγραφή), που είναι σήμερα σε μεγάλο βαθμό καταστραμμένο, αλλά μπορεί σχετικά εύκολα να αναστυλωθεί και να ξενατοποθετηθούν οι πόρτες και τα παράθυρα.
Διαπιστώνουμε πως σύμ-φωνα με την επιγραφή αυτή η νησίδα ανήκε ιδιοκτησιακά στο δήμο στη διάρκεια της ιταλικής κατοχής. Ιδιοκτησιακό καθεστώς που χρονολογείται σύμφωνα με στοιχεία, που τηρούνται στο ισχύσαν κατά το παλαιό Κτηματολόγιο του Δήμου Μανδρακίου Νισύρου, (σελ. 282), από την υπ’ αριθμ. 52/1.5.1869 βεζιρική διαταγή που παραχώρησε τις νησίδες σε Νισυρίους καλλιεργητές για βοσκή και καλλιέργεια. Στη συνέχεια οι ιδιώτες μεταβίβασαν τα δικαιώματα κυριότητας, με την από 12 Σεπτεμβρίου 1869 πράξη τους στις Κοινότητες της Νισύρου «προς όφελος των πτωχών και απόρων κατοίκων». [18]
Το συγκρότημα της Παχειάς περιλαμβάνει έναν ελληνιστικό τετράγωνο πύργο, διαστάσεων 7,80 μ επί 7,80 μ. Ο πύργος, κατασκευασμένος από μεγάλες ορθογώνιες πέτρες κατά το ισοδομικό σύστημα, είχε κατάρρευση μάλλον την εποχή των μεγάλων σεισμών της ύστερης αρχαιότητας. Το πάχος του εξωτερικού τοίχου της ανατολικής πλευράς φτάνει τα 1,70 μ.
Στη χρονική συνέχεια, μάλλον κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο ή και την περίοδο των ιπποτών της Ρόδου, η βάση του πύργου χωρίστηκε στα δύο. Στο ένα μέρος κατασκευάστηκε μία εκκλησία διαστάσεων 5 μ επί 2,5 μ, η οροφή της οποίας έχει σήμερα καταρρεύσει, και στο άλλο χώρο πρέπει να υπήρχε κατοικία ή αποθήκη που διέθετε μια εξωτερική είσοδο.
Δυτικά του πύργου με την εκκλησία, είχε διαμορφωθεί μια «στάνη» (ή ένα τυροκομείο) ξερολιθικής κατασκευής με ακανόνιστες πέτρες, κάτι το ανάλογο με τις κυφές της Χάλκης [19].
Αρχαιολογικό και κτηνοτροφικό συγκρότημα στην νησίδα Παχειά (και εικόνα από Google στις 9.9.2017).
Το μήκος του ξερολιθικού αυτού κτίσματος από τη χαμηλή του είσοδο ως το βάθος είναι 4,50 μ., είναι δε ενσωματωμένο στα υπολείμματα του εξωτερικού, περιβόλου του ελληνιστικού πύργου και φτάνει προς το μέρος του απότομης πλαγιάς που κατεβαίνει στη θάλασσα. Στο εσωτερικό, το κτίσμα στηρίζεται με καμάρες πλάτους, από βάση σε βάση 1,20 μ στο εσωτερικό ή 2 μ. αν λάβουμε υπ’ όψη μας το πάχος των αντηρίδων που δημιουργούν τα υποστηρικτικά τόξα. Έξω δε από την κεντρική υποστηρικτική καμάρα και μέχρι το παράθυρο, που βλέπει προς τον πύργο, το εσωτερικό πλάτος της στάνης φτάνει τα 2,10 μ.
Ο χώρος που περιβάλλει το κτίσμα του 1935, τον ελληνιστικό πύργο και τη στάνη, είναι γεμάτος από πέτρες που προέρχονται από τον γκρεμισμένο πύργο και από τους παλαιούς περιβόλους, ήταν διαμορφωμένος σε σειρά από χωρίσματα, όπου συγκεντρώνονταν τα ζώα και υπήρχαν οι αποθήκες των καρπών που προέρχονταν από την καλλιέργεια των χωραφιών της Παχιάς. Το συγκρότημα αυτό φαίνεται αμυδρά στις αεροφωτογραφίες που μας δίνουν όμως μια εικόνα της έκτασης του οργανωμένου αυτού στρατιωτικό-κτηνοτροφικού περιβόλου της Παχειάς.
Δύο από τις κεντρικές υποστηρικτικές καμάρες ή αψίδες (σφενδόνια)στην νησίδα Παχειά.
Τμήμα του εξωτερικού, περιβόλου του αρχαίου πύργου επάνω από την απότομη πλαγιά στην νησίδα Παχειά.
Κοντά στο συγκρότημα υπάρχει μια στέρνα συλλογής βρόχινου νερού, υποθέτουμε όμως ότι πρέπει να γινόταν συλλογή βρόχινου νερού και στο εσωτερικό του παλιού κτηνοτροφικού περιβόλου. Νερό επίσης συγκεντρώνονταν και στις διάφορες εσωτερικές ρεματιές της νησίδας, όπως φαίνεται από τις λευκές ιζηματογενείς επιφάνειες.
Το αρχαίο ξερολιθικό κτίσμα (στάνη τύπου κύφης) δυτικά του πύργου στην Παχειά.
Πρέπει να προσθέσουμε, πως στο κέντρο της Παχειάς, σε μια ρεματιά τμήματα της οποίας ήταν προστατευμένα με τοιχία, υπήρχε μια σειρά από υπόσκαπτους χώρους. Οι χώροι αυτοί, που έχουν σήμερα καταρρεύσει είχαν σκαφτεί μέσα σε μαλακό άσπρο ηφαιστιογενές πέτρωμα κίσσηρης ή περλίτη. Άλλες πηγές αναφέρουν πως τα πετρώματα της Παχειάς είναι ο ανδεσίτης και ο τόφφος.
Αρχαίο συγκρότημα υπόσκαπτων στην Παχειά.
Στο νησί υπάρχουν εξ άλλου μεγάλες διαμορφωμένες ζώνες καλλιέργειας που περιβάλλονται και οριοθετούνται με χαμηλές πεζούλες (40-50 εκατοστών) που οργανώνονται σε αναβαθμίδες. Στο σύνολο του το επιφανειακό καλλιεργήσιμο χώμα έχει διατηρηθεί και δεν παρατηρούνται φαινόμενα έντονης όμβριας διάβρωσης. Το ανάγλυφο της νησίδας πάντως, δεν επιτρέπει την επιφανειακή συγκέντρωση βρόχινων νερών σε μικρά εποχικά έλη, και κάτω από τα υπόσκαπτα της εικόνας μια μικρή ρεματιά χύνεται στη θάλασσα.
Ρεματιά που χύνεται στην θάλασσα, στην Παχειά.
Εντύπωση προκαλούν ορισμένοι διάσπαρτοι όρθιοι ογκόλιθοι, που δεν είναι γεωλογικά προφανές
πώς βρέθηκαν στα σημεία στα οποία τους βλέπουμε σήμερα…
2. Νησίς Περγούσα.
Η νησίδα Περγούσα μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα υπόδειγμα συνολικής διαχείρισης του καλλιεργήσιμου χώρου, των αμυντικών δυνατοτήτων και των οικιστικών χώρων που διαθέτει μια νησίδα του Ανατολικού Αιγαίου.
Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της νήσου (περίπου το 50% του συνόλου τη επιφανείας) είναι συστηματικά οροθετημένες και συγκροτημένες με τοιχία και πεζούλες από ξερολιθιές. Υπάρχει μάλιστα ένας μεγάλος επίπεδος χώρος όπου μέχρι το 1984 καλλιεργείτο με τη βοήθεια τρακτέρ.
Το νησί, χωρίζονταν εξ άλλου από έναν ξερολιθικό τοίχο ύψους δύο ως δυόμισι μέτρων, σε δύο ζώνες που επέτρεπε την περιοδική καλλιέργεια, βόσκηση και αγρανάπαυση. Διαθέτει δε, μέχρι σήμερα 3 στέρνες βρόχινου νερού και πρέπει, στο παρελθόν, να υπήρχαν και άλλες ζώνες εποχικής συγκέντρωσης όμβριων. [20] Είναι βέβαιο ότι κάποια ποσότητα αποθηκευμένου γλυφού νερού υπάρχει και τη στιγμή αυτή (2000) και έχει πρόσβαση σ’ αυτή το μικρό κοπάδι των 25 περίπου αγριοκάτσικων που επιζούσαν στο νησί (το 2000).
Η Περγούσα διαθέτει μια υπόσκαπτη κτηνοτροφική εγκατάσταση κοντά στο σημείο όπου βρίσκεται ο μόλος και η πρόσβαση προς το εσωτερικό της νησίδας. Εκεί βρίσκεται και η υπόσκαπτη εκκλησία της Παναγιάς της Σπηλιανής. Σε απόσταση 200 μ περίπου, στον περίγυρο των καλλιεργήσιμων εκτάσεων βρίσκονται και άλλοι υπόσκαπτοι χώροι αποθήκευσης και σταυλισμού ζώων.
Σε διάφορα άλλα σημεία της νησίδας βρίσκονται στέρνες, αλώνια, περίβολοι αλλά και ίχνη «λιμνογένεσης», πυθμένες δηλαδή μικρών ελών που δημιουργούνται μετά από τις φθινοπωρινές και τις ανοιξιάτικες βροχές.
Ανάλογα επιφανειακά έγκοιλα με στεγανό πυθμένα που κατακλύζονται υπάρχουν, σε μικρότερη έκταση και στις νησίδες Γιαλί και Στρογγυλή. Χρειάζεται περαιτέρω μελέτη της πτηνοπανίδας και χλωρίδας που αναπτύσσονται γύρω από τα εποχικά αυτά έλη.
Εντυπωσιάζουν όμως τον επισκέπτη οι δύο ελληνιστικοί πύργοι, που έδωσαν στη νησίδα το όνομα Περγούσα.
Ο δυτικός Πύργος, στο κέντρο κατά κάποιο τόπο της νησίδας, είχε έναν ευρύτερο περίβολο που παρουσιάζει μεγάλες αναλογίες με το οχυρό της Νισύρου. Το σώμα του πύργου έχει εξωτερικές διατάσεις 8,25 μ επί 8,25 μ και έχει έναν ερειπωμένο διάδρομο που οδηγεί δεξιά σε ένα ενδιαφέρον, για την εσωτερική του αρχιτεκτονική, τετράγωνο κτίριο που λειτουργούσε μέχρι τα τέλη του β΄ παγκόσμιου πολέμου.
Αριστερά του πύργου διαφαίνονται πέτρες και μια κατασκευή που πρέπει να ήταν πύλη εξωτερικού περιβόλου.
Αρχιτεκτονικά στοιχεία από τον αρχαίο περίβολο του κεντρικού πύργου στην νησίδα Περγούσα.
Στο ύψος του συγκροτήματος αυτού περνάει ο ξερολιθικός τοίχος που χωρίζει στα δύο τη νησίδα (όπως συμβαίνει με τα μινόρια της νήσου Χάλκης). Το τείχισμα είναι ακόμα (2017) ορατό στην δορυφορική εικόνα του Google earth.
Ένα, ιταλικής εποχής, μεγάλο κτίριο βρίσκεται στο δεξιό μέρος τους γκρεμισμένου περιβόλου. Το κτίριο με εσωτερική διαρρύθμιση διαθέτει μια σημαντική στέρνα βρόχινου και έχει ακόμα εξωτερικά λευκά επιχρίσματα και σώζονται τμήματα της κάσας της πόρτας.
Από τα δεξιά του νεώτερου κτιρίου και κατά μήκος του τοίχου αυτού αρχικά, υπάρχει ένας οιονεί διάδρομος 500-800 μ. μήκους, με διάσπαρτες πέτρες και ξερολιθικά κλείσματα, που οδηγεί στον ανατολικό πύργο.
Εξωτερικός τοίχος του ιταλικού κτηρίου, με το λούκι συλλογής της βροχής στην νησίδα Περγούσα.
Ο ανατολικός ελληνιστικός πύργος της Περγούσας, αρκετά κατεστραμμένος (πιστεύουμε από σεισμούς), που βλέπει προς το Γυαλί, έχει διαστάσεις 12,70 μ επί 12,70. Είναι και αυτός κτισμένος από κανονικούς ογκόλιθους που επέτρεπαν μια ισοδομική κατασκευή. Επειδή όμως έχει σε μεγάλο ποσοστό καταρρεύσει θα απαιτηθεί μια συστηματική επιτόπια έρευνα για να έχουμε μια ακριβή εικόνα του συγκροτήματος. Τόσο μέσα στον πύργο, όσο και γύρω του στις πλαγιές υπάρχουν πολλά πήλινα κομμάτια που δηλώνουν συστηματική κατοίκηση (μεγάλα πήλινα κιούπια για λάδι, νερό και καρπούς, μαρμάρινες και πέτρινες γούρνες, κτλ.). Ένα κομμάτι από στόμιο μεγάλου πίθο απεικονίζεται στην εικόνα που ακολουθεί.
Ο δεύτερος αρχαίος πύργος στην νησίδα Περγούσα.
Οι πύργοι της Περγούσας αναφέρονται τόσο από τους παλαιούς πορτολάνους, όσο και από ορισμένα ιταλικά ημερολόγια της εποχής της ιταλικής διοίκησης, όταν δηλαδή συντηρούσαν τις κατοικίες και τις καλλιέργειες.
Λιγότερο γνωστός είναι όμως ο πύργος της Παχειάς, όπως και το τετράγωνο συγκρότημα που φαίνεται στη φωτογραφική λήψη της νησίδας Κανδηλεόυσας και που θυμίζει την εικόνα που δίνει από τη θάλασσα η βάση του πύργου της Παχειάς.
Προσωρινά οικολογικά συμπεράσματα
Η μελέτη του πολυνήσου της Νισύρου έχει μια ευρύτερη σημασία από την άποψη της ανθρώπινης οικολογίας.
Οι νησίδες Γυαλί, Παχιά, Περγούσα, Στρογγυλή, Κανδελιούσα, και ο Άγιος Αντώνιος έχουν όλες κατοικηθεί εδώ και 8.000 χρόνια και διαθέτουν κτίσματα, στέρνες συλλογής βρόχινου νερού (εκτός από τον Άγιο Αντώνιο) και πλήθος από αναβαθμίδες: τα «τραφογυρισμένα» χωράφια . Έχουν δηλαδή, όλες τα χαρακτηριστικά εκείνα που επιτρέπουν να θεωρηθούν διεθνώς ως νησίδες (islets; ilots-ilets, isolotti) που διαθέτουν υφαλοκρηπίδα [21] και οικονομική χωρική θαλάσσια ζώνη.
Από τις πρώτες παρατηρήσεις διαπιστώθηκε ότι τόσο τα επί μέρους μικρονησιακά οικοσυστήματα, όσο και τα τρία μεγάλα γεωλογικά-οικολογικά τμήματα του Γυαλιού μας δίνουν μια ακριβή εικόνα της κατάστασης στην οποία βρίσκονται τα διάφορα ανθρωπογενή αυτά οικοσυστήματα, 5, 25 και 60 χρόνια μετά τη διακοπή των καλλιεργειών και της βόσκησης.
Μπορούμε, έτσι, να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η διαμόρφωση των οικοτόπων, η ποικιλότητα και η πυκνότητα της βλάστησης εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τους κλιματικούς κύκλους, την υγρασία, την διάβρωση που προκαλεί ο αέρας, το γεωλογικό υπόβαθρό και δευτερευόντως από την βόσκηση και την ανθρώπινη εκμετάλλευση. Έντονη είναι επίσης η δράση των εντόμων (μερμήγκια, μικρές ακρίδες, μύγες, κτλ.) όπως και των σαλιγκαριών και των σαυροειδών.
Σιαγόνες τρωκτικών που βρέθηκαν στην νησίδα Παχειά.
Μεγάλο μέρος της υγρασίας που διατηρεί τη βλάστηση σε όλο το πολύνησο είναι το πρωινό «πούσι» που τη στιγμή της ανατολής του ηλίου σχηματίζει τοπικό νέφος, το οποίο στις 2-4 Σεπτεμβρίου 2000, έφτανε μέχρι την κορυφή του κεντρικό ορεινού όγκου της Νισύρου. Εντονότατη είναι εξ άλλου, παντού σε όλες περίπου τι επιφάνειες βράχων, η παρουσία βρύων που τον Σεπτέμβριο είναι φαιά και στεγνά, εν αναμονή των πρώτων βροχών. Όπως είναι έντονη η παρουσία η παρουσία μικροσκοπικών μυκήτων που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα (μία εβδομάδα μπορούν να αποσυνθέσουν τα δείγματα βλάστησης που είχαν συλλεχθεί στις νησίδες).
Στις νησίδες κυριαρχεί η μεσογειακή μάκκια (λόγκος με παρουσία χαμηλών σχοίνων και ρεικιών) και οι φρυγανότοποι, όπου εκτός από τις αφάνες βρίσκει κανείς μερικά δείγματα από κοκκινόχρωμες (τον Σεπτέμβριο) γαλατσίδες. Το Γυαλί φιλοξενεί τρία μεγάλα οικοσυστήματα, ένα όπου κυριαρχεί η πεύκη, ένα με ανάμεικτη μεσογειακή βλάστηση (σκοίνα, αγριελιές, αγραμιθίες, και μερικά μεμονωμένα πουρνάρια και χαρουπιές), και ένα κεντρικό σύστημα με αμμοθύνες και με μάκκια κέδρων, ρεικιών που πλαισιώνονται από χαμηλά πεύκα. Στην κεντρική αυτή ζώνη, μέσα στον οικισμό έχουν φυτευτεί διάφορα διακοσμητικά «εξωτικά» φυτά.
Σημαντικός παράγοντας στην εξέλιξη της μικρονησιωτικής οικολογίας είναι η χλωρίδα και η πανίδα που εισάγεται από τη θάλασσα [22], καθώς οι παραλίες των νησιδίων είναι γεμάτες από φερτά υλικά. Μεταφέρουν επίσης σπόρους και υλικά από την Κω, τη Νίσυρο και τη Μικρασία τα αποδημητικά πουλιά, και η ορνιθοπανίδα που κυκλοφορεί στα πολύνησα του Αιγαίου, και οι άνθρωποι που πηγαινοέρχονται στα πολύνησα.
Αξιοπρόσεκτη είναι η παρουσία ορισμένων αιωνόβιων φυτών, τόσο κέδρα (φίδες, Juniperus) περιφέρειας κορμού 1,20-1,50 μ, που οι κλιματικές συνθήκες περιορίζουν σε ύψος κάτω των 2 μέτρων, όσο και εντυπωσιακού μήκους και μεγέθους πολύχρονα ποώδη (ρείκια, θυμάρια, αγκάθια) που εξελίσσονται σε μήκος 2 ως 3 μέτρων στα σημεία που είναι εκτεθειμένα στον αέρα. Το γεγονός ότι σταμάτησε η βόσκηση πριν από 50 χρόνια δεν άλλαξε ουσιαστικά ούτε την βλαστική ποικιλότητα, ούτε και τη πυκνότητα της τοπικής χλωρίδας.
Ανάλογες παρατηρήσεις των καθηγητών Oliver Rackham (Πανεπιστήμιο του Cambridge UK) και Ν. Βερνίκου στην Χάλκη, τοποθετούν σε νέα βάση την μελέτη της ιστορίας των ανθρωπογενών οικολογικών διαδοχών στα μικρονησιακά οικοσυστήματα του Αιγαίου και μας οδηγούν σε αναζήτηση μορφών διαχείρισης και συντήρησης της φύσης που μόνο οι ντόπιοι μπορούν να αναλάβουν.
Διαπιστώθηκε έτσι, πως μια ήπια ανθρώπινη παρουσία είναι απαραίτητη για τη διαχείριση των οικολογικών ισορροπιών, όπως π.χ, για τον έλεγχο του αριθμού των ποντικών που πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα (όπως συμβαίνει στη Στρογγυλή). Η συστηματική επιτήρηση θα αποτρέψει, επίσης, τις βιολογικές εισβολές και τον «επιθετικό» πολλαπλασιασμό ορισμένων φυτών σε βάρος άλλων πληθυσμών της τοπικής πανίδας και των ενδημικών ειδών που έχουν τα τελευταία 7000 χρόνια ζήσει συμβιωτικά με τους ανθρώπους.
Η ανθρώπινη παρουσία είναι επίσης απαραίτητη για τη συντήρηση των ιστορικών και αρχαιολογικών μνημείων, των κυριότερων ξερολιθικών τοιχίων των ξερολιθικών κτισμάτων (μάντρες, μητάτα, κύφες) και των υπόσκαπτων χώρων. Όπως είναι απαραίτητη η ανθρώπινη παρουσία για να κατοχυρώνει την κατοικισημότητα και την διατήρηση των υπαρχόντων οικονομικών πόρων των νησίδων (στέρνες νερού, χωράφια, βλάστηση, μεταλλευτικοί πόροι, ορνιθοπανίδα, σαλιγκάρια και προσβάσιμες παραλίες για αναψυχή).
Χωρίς αυτή την παρουσία υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης ανθρωπογενών οικοσυστημάτων 7.000 χρόνων, όπως υπάρχει και κίνδυνος πυρκαγιάς (εντοπίσαμε σε αρκετά σημεία ίχνη παλαιότερης φωτιάς στη βλάστηση).
Το κυριότερο όμως είναι πως αν εγκαταλειφθούν τα νησίδια, μετά από επτά χιλιετίες ανθρώπινης χρήσης, η σημερινή «φύση» και οι φυσικές ισορροπίες θα καταρρεύσουν και αυτό θα οδηγήσει, μέσα στην επόμενη δεκαετία, στη θεμελίωση της άποψης ότι πρόκειται για μη κατοικήσιμους τόπους που δεν έχουν εκμεταλλεύσιμους πόρους, και γι’ αυτό πρέπει να θεωρηθούν βραχονησίδες, γεγονός που περιορίζει σημαντικά τα κυριαρ-χικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο και τα οικονομικά συμφέροντα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης στους οποίους ανήκουν σήμερα οι νησίδες.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Το Ημερολόγιο του Αρχιπελάγους 1884
(Ο Σαλναμές των Νησιών)
Η Οθωμανική διοίκηση (νομαρχία) των Νησιών του Αρχιπελάγους εξέδιδε κάθε χρόνο, από το τυπογραφείο της Χίου, ένα δίγλωσσο Ημερολόγιο. Οι διάφορες νησίδες της περιοχές απαριθμούνται, κατά δήμο και επαρχεία, έτσι το 1884 το Ημερολόγιο της Οθωμανικής Νομαρχίας του Αρχιπελάγους, έγραφε:
«Κως
«Υπαγονται εις αυτήν 4 νήσοι, ων αι 3 μικραί και η μία μεγάλη. Αι μικραί καλούνται Δζεμπελί, Οράκ και Καρά Αδά.
Η πρώτη και η δευτέρα έχουσι μήκος ενός μιλίου και πλάτος ημίσεως. Η δε Καρά Αδά έχει μήκος ενός και ημίσεως μιλίου και πλάτος ημίσεως και ανήκει εις τον εκ Καλύμνου Εμμανουήλ Μαγγλάν, και η νήσος 80| Οράκ ανήκει εις τον επίσης εκ Καλύμνου Ιωάννην.
Την Νήσον Δζεμπελί διαχειρίζεται το Κράτος. Δεν υπάρχουσι κάτοικοι.
«Νίσηρος
Η Νίσηρος έχει περίπου 13.000 κατοίκων και οικίας 840. Πέριξ κείνται αι μικρώταται νήσοι Πυργούσα, Εσδριρέγγιλος, Ενδολογούσα και Γιαλί, ων αι γαίαι παρεχωρήθησαν δωρεάν υπό του Κράτους εις την κοινότητα Νισήρου.
Αιγοπρόβατα υπάρχουσιν εν τη νήσω Κω περίπου 21.152, εν Νισήρω 1.620 και εν τη νήσω Οράκ 380.
«Κάλυμνος
σελις 85
«Εις την υποδιοίκησιν Καλύμνου υπάγονται 9 νήσοι καλούμεναι: Άγιος Νικόλαος, Μπιλαλής, Αιγονήσι, Φεζόλινδος, Μέγας Γαλανής, Μικρός Γαλανής, Δάρανδος, Απαστόρ και Κερμίτ.
«Αστυπάλαια
«Η επαρχία Αστυπαλαίας σύγκειται από τας εξής 11 μικράς νήσους:
Μουτσομύτην, Αγίαν Κυριακήν, Μουνδούρν, Δύο αδελφοί, Σερίνα, Πλακίδι, Κωνώπα, Λεονίς, Βατονάς, Φωκαινίς και Ποντικός.
Αι εις την Αστυπάλαιαν υπαγόμεναι νήσοι είναι ακατοίκητοι και βραχώδεις.»
Περιοδικά και συγγράμματα.
Clara Rhodi. Istituto Storico-Archeologico di Rhodi. Ετήσια περιοδική έκδοση από το 1928.
Anapliotis, A., 1966, “Tyrrhenian strata in islets Pyrgousa-Yali (Nisyros area)”. Proceedings of the Academy of Athens XLIV, 271-280.
Buchholz, H.G., E. Althaus, 1982, Nisyros, Giali, Kos. Ein Vorbericht uber Archaologisch- Mineralogische Forschungen auf Griechischen Inseln.
Clara Rhodi. Istituto Storico-Archeologico di Rhodi. Ετήσια περιοδική έκδοση από το 1928.
Davis, E.N., 1968, “Zur Geologie und Petrologie der inseln Nisyros und Giali”, Proceedings of the Academy of Athens XLII, 235.
Delatte, Andre. Les Portulans Grecs. Liege-Paris, Faculte de Philosophie et lettres de l’Universite de Liege, 1947.
Galloway, R. B., I. Liritzis, A. Sampson, T. Marketou, 1990, “Radioisotope analysis of Aegean tephras: Contribution to the dating of Santorini volcano”, in C. Doumas (ed.), Thera and the Aegean World III, London, 43-54.
Galloway, R. B., I. Liritzis, 1992, “Provenance of Aegean volcanic tephras by high resolution gamma-ray spectrometry”, Nuclear Geophysics, 6 (1992), 405-411.
Keller, J., P. Gillot, T. Rehren and E. Stadlbauer, 1989, “Chronostratigraphic data for the volcanism in the eastern Hellenic arc: Nisyros and Kos”, Abstract OS 06-26, Terra Abstracts, 354.
Κοντοβερός Λάζαρος. «Το νησίδιον Γυαλί», περιοδικό Η Νίσυρος εικονογραφημένη, Ιάκωβος Καζαβής, Νέα Υόρκη, 1955.
Κουτελάκης Χάρης. Η Νίσυρος και τα γύρω μικρονήσια στο βιβλίο Ναυσιπλοΐας του Piri Reis. Νισυριακά, τόμος 11, 1990.
Livadiotti Monica e Giorgio Rocco. La Presenza Italiana nell Dodecaneso tra il 1913 3 il 1948. Prisma, Catania, 1966.
Λογοθέτης Μιλτιάδης. Τα κτηματολόγια της Νισύρου κατά τα χρόνια της δουλείας (1785-1945). Νισυριακά, τόμος 10, 1987.
A.M. (Maiuri A.) “Musei, Esplorazioni e Scavi nelle Isole Minori”, Clara Rodi, I, 1928-26. pp. 92-117.
Martelli A. Il gruppo eruttivo di Nisyro nel mare Egeo. Mem.Societa Italiana Sc. Detta dei XL, seria 3a, vol. XX.
Νισυριακά, περιοδικό Νισυριακών μελετών (Οδός 3ης Σεπτεμβρίου 25, Αθήνα)
Παπαδόπουλος Γεώργιος. Γενική γεωγραφική και ιστορική περιγραφή- αρχαία και νεωτέρα της νήσου Νισύρου μετά των πέριξ μικρών νήσων και θερμοπηγών αυτής. Νίσυρος 1909.
Παπαχριστοδούλου Χριστόδ. Τοπωνυμικό Νισύρου. Νισυριακά, τόμος 3, 1969.
Di Paola, G. M. 1974, “Volcanology and petrology of Nisyros island”, Bull. Volcanologique XXXVIII, 944.
Papageorgakis, I., 1978, “Geological research in the pumice deposits of the island Yali”, Inst. of Geol. and Miner. Research.
Pasteels P., N. Kolios, N. Boven, E. Saliba 1986,
“Applicability of the K-Ar method to whole-rock samples of acid lava and pumice: case of the upper Pleistocene domes and pyroclasts on Kos island”, Chemical Geology 57, 145.
Pentarakis, E., M. Markoulis, 1974, “Pumice deposits of the SW part of the island Yali”, Inst. of Geol. and Mineral. Research, Athens.
Πλοηγός, τόμος 4. Υδρογραφική Υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού, 1987.
Ρωμανός Κύριλλος (αρχιμανδρίτης). Η Νίσυρος διαμέσου των αιώνων. Νισυριακά, τόμος 5, 1976.
Σάμψων Αδαμάντιος. Νεολιθικοί οικισμοί στο Γυαλί της Νισύρου. Νισυριακά, τόμος 8, 1982.
Σάμψων Αδαμάντιος. Η νεολιθική κατοίκηση στο Γυαλί της Νισύρου. Ευβοϊκή Αρχαιόφιλος Εταιρεία. Αθήνα 1988
Sampson, A., 1984, “The Neolithic of Dodecanese and the Aegean Neolithic”, Annual BSA 79 , 239.
Sampson, A., 1981, “Minoan finds from Tilos”, Athens Annals of Archaeology, XIII (1981), 68-73.
Sampson, A., 1987, The neolithic period in the Dodecanese. Athens.
Sampson, A., 1988, The neolithic settlement at Yali, Nissiros, Athens.
Sampson, A. 1988, “Seasonal and periodical usage of two Neolithic caves in Rhodes”, in S. Dietz- I. Papachristodoulou (eds), Archaeology in the Dodecanese, Copenhagen.
Sampson, A, 1993, “Ethnoarchaeological research in Nissiros and Yali in the Dodecanese”, Νισυριακά 11 1993.
Σκανδαλίδης Μιχάλης. Το πολύνησο της Νισύρου (Γεωγραφική, ιστορική και ονοματολογική προσέγγιση). Νισυριακά, τόμος 13, 1994.
Stiros, S.C., G. Vougioukalakis, 1997, “The 1970, Yali (SE edge of the Aegean volcanic arc) earthquake swarm: surface faulting associated with a small earthquake”, Annales Tectonicae, (in press 2002).
Torrence, R., J. Cherry, 1976, “Archaeological survey of the obsidian source on Giali in the Dodecanese”, unpublished dissertation in the British School of Athens 1976.
Αεροφωτογραφίες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας του Στρατού, Αθήνα.
Χάρτες της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού.
Φιλήμονος-Τσοποτού, «Πυργούσα», εις Σταμπολίδη, Τασούλας, Φιλλήμονος-Τσοποτού, 2011, σ.332-335
Κτίσματα σε δωδεκανησιακές παράκτιες νησίδες της Μικρασίας.
Scolio di Papa nisi (p. 120_
“Una grande piramide a mattoni di 4 metri di lato con cellla sepolcrale all’interno elevantesi sullo soglio per circa 10-12 ;etri di altezza; sepolcro romano di tipo egittizante che si ricollega e alla piramide di C. Cesto e ai numerosi mausolei della Siria e dell Africa con basamento quadrato e copertura a cuspide.
Vid. Tombe lelego-caria nell isola di Orak-ada (που ανήκε στην Κάλυμνο και στην οικογένεια του Μανώλη Μαγγλή, βλέπε παραπάνω. ).
Clara Rodi, II, p. 169
Επιγραφή από την Cova (της Ρόδου) στο Μουσείο της Ρόδου σχετικά με ναυτική επιδρομή κατά των Αντικυθήρων (Αίγιλα).
Η επιγραφή αναφέρεται στην εποχή όπου της Ροδιακής θαλασσοκρατίας, στα τέλη του 3ου αιώνα, όταν «προεστάναι εδόκουν οι Ρόδιοι των κατά θάλατταν» (Οπως λεέι ο Πολύβιος ΙV, 47.1 περιγράφοντας τα πολεμικά γεγονότα του 226-220 πΧ.)
Τα ταχύπλοα ροδιακά καταδρομικά πλοία που χρησιμοποιούνται κατά των πειρατών ονομάζονταν «φυλακίδες» [βλέπε IG, XII, I, 45g.]
Ταν στρατειάν ταν ες Αίγιλα (Τσιριγότο)
Σκυλλίνος Επικράτεος Φύσκιος συνταγματάρχης επί των ξένων
ΠολέμαρχοςΤιμακράτεος Κασαρεύς καταπαλταφέτας
Δαμόκριτος Εργοτέλεος Ιστάνιος επιβάται επί τας τετρήρεος
Φιλτατίδας Σωπάτρου Αργειος
Λοχαγός των ξένων μισθοφόρων:
Αμώμητος Καλύμνιος
Χαρικλής Κώιος
Αρμόδιος Αλείος
[…] Καρύσιος.
Λατρείες στην αρχαία Νίσυρο.
Η λατρεία του Διός Μελίχιου στη Νίσυρο πιστοποιείται από την ύπαρξη ένος collegio di Διός Μιλιχιασταί (επιγραφή δημοσιευμένη στις IG, XIII, 3, n. 104 15.
Στη Clara Rodi, ΙΙ (σελ. 213-214) δημοσιεύνται δίο άλλες επιγραφές σχετκές με τη λατρεία αυτή του Διός στη Νίσυρο:
(α) Ω Κλυτή Νείσυρος Ζηνός Μειλιχίοιο, άειδε(ι)
Καλλικράτην ιερήα, έργα πατρός Θέωνος.
(β) Ζευ μ(ο)ίρων Νείσυρον, σώζε απήμονα Θέωνα
Καλλικράτους, ό (έ)στεψας, επεί τεός είρος ετύχθη. (CR II, σ. 214).
Προέρχονται επίσης από τη Νίσυρο (μαρμάρινη βάση από σημείο κοντά στην Αγία Παρασκευή) οι επιγραφικές αναφορές στους:
Θεύδωρος Αρχίωνος
Τιμοκλεύφωντος ενθάδε Ευξίππου του Κριτονίκου
Φίλτωνος του Γορίδα | του Φίλτωνος (Clara Rodi II, 228).