Η Νίσυρος βρίσκεται στο νότιο-ανατολικό Αιγαίο (γεωγραφικό πλάτος 36° 35′ βόρεια, γεωγραφικό μήκος 27° 10′ ανατολικά) και ανήκει στα Δωδεκάνησα. ‘Έχει έκταση 41,2 τετραγωνικά χιλιόμετρα και η ψηλότερη κορφή αγγίζει τα 698 μέτρα. Περιτριγυρίζεται από άλλα τέσσερα νησάκια, την Περγούσα, την Παχιά, τη Στρογγυλή και το Γυαλί, το οποίο είναι και το μεγαλύτερο. Το σχήμα της Νισύρου μοιάζει με αυτό ενός κόλουρου κώνου, με διάμετρο βάσης 8 χιλιόμετρα. Στο κέντρο τον νησιού δεσπόζει μια ευδιάκριτη κυκλική εκρηξιγενής χοάνη, η Καλδέρα της Νισύρου: η διάμετρος της είναι περίπου 4 χιλιόμετρα, το χείλος της κυμαίνεται σε υψόμετρο μεταξύ 250 και 600 μέτρων, ενώ ο πυθμένας της βρίσκεται στα 100 μέτρα πάνω από τη στάθμη της Θάλασσας. Το δυτικό-βορειοδυτικό τμήμα αυτής της χοάνης καταλαμβάνουν οι λόφοι του Μποριάτικον, Νίφιου, Προφήτη Ηλία και Τραπεζίνας. Παρά το έντονο ανάγλυφο και τις γοργές διακυμάνσεις τον, η πρόσβαση είναι σχεδόν δυνατή σε κάθε περιοχή τον νησιού. Εκτός από ένα ικανοποιητικό δίκτυο αμαξιτών δρόμων, υπάρχουν δεκάδες μονοπάτια που οδηγούν σε κάθε γωνιά τον νησιού. Ακόμη και όταν τα μονοπάτια δεν είναι ευδιάκριτα, η προσπέλαση είναι δυνατή μέσα από τις «τάβλες», δηλαδή τις αναβαθμίδες που σκεπάζουν σχεδόν όλο το νησί, κληρονομιά της εντατικής αγροτικής καλλιέργειας των προηγούμενων αιώνων, που διήρκησε ως τις αρχές τον 200Ο αιώνα. Το μεγάλο πλήθος των δέντρων είναι ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Νισύρου, που μπορεί να τη χαρακτηρίσει ως το μοναδικό «πράσινο» ενεργό ηφαίστειο τον Αιγαίου.
Η ονομασία τον νησιού δεν έχει εξακριβωθεί ιστορικά. Μερικές από τις εκδοχές που επικράτησαν κατά καιρούς είναι:
• εξαιτίας της άφθονης ελαφρόπετρας (κίσσηρης), με αλλαγή του πρώτου γράμματος από «κ» σε «ν», όπως υποστηρίζει ο Πύρρος ο Θεσσαλός,
• σύνθετη λέξη από τις λέξεις «νέω» (κολυμπώ) και «σύρω», σύμφωνα με τον Πλίνιο,
• τοπωνύμιο δοσμένο υπό την εποχή τον αιγαιακού πολιτισμού (πολλά χρόνια πριν υπό την παρουσία των Φοινίκων στο Αιγαίο), που έχουν καταλήξεις σε -υρος ή -ιρος και
• σύνθετη λέξη υπό τις λέξεις «νέα» και «Σύρος» (οι προϊστορικοί Κάρες και Κρήτες είναι γνωστό ότι κατοίκησαν τη Σύρο και τη Νίσυρο).
Λόγω του ότι η Σύρος ίσως είχε έναν αρχαίο οικισμό που λεγόταν Νίσυρος, φαίνεται ότι υπήρχαν στενές σχέσεις μεταξύ των νησιών Σύρου (Σύρου) και Νισύρου στα πρώιμα ιστορικά χρόνια. Δε γνωρίζουμε πότε άρχισαν να οικοδομούνται το υποθαλάσσια θεμέλια τον νησιού υπό το λιωμένο πέτρωμα. Οι αρχαίοι Έλληνες βέβαια είχαν σαφή άποψη τόσο για το χρόνο όσο και για τον τρόπο δημιουργίας τον νησιού: «Πολυβώτης δε δια της Θαλάσσης διωχθείς υπό τον Ποσειδώνος ήκεν εις Κω. Ποσειδών δε της νήσου μέρος απορρήξας επέρριψεν αυτώ, το λεγόμενον Νίσυρον». (Ο Πολυβώτης κυνηγημένος μεσοπέλαγα από τον Ποσειδώνα φτάνει στην Κω. Αλλά και εκεί ο Ποσειδών αρπάζει ένα κομμάτι από το νησί και το έριξε επάνω τον. Είναι το νησάκι που ονομάζεται Νίσυρος). Έτσι καταγράφει ο Απολλόδωρος στη Βιβλιοθήκη τον τον ελληνικό μύθο για τη γένεση τον νησιού. Περίπου το ίδιο επαναλαμβάνει και ο Στράβωνας στα Γεωγραφικά του, όταν αναφέρεται στη Νίσυρο: «Φασί δε την Νίσυρον απόθραυσμα είναι της Κω, προσθέντες και μύθον ότι Ποσειδών διώκων έναν των γιγάντων Πολυβώτην αποθραύσας τη τριαίνη τρύφος της Κω επ’ αυτόν βάλοι, και γένοιτο νήσος το βληθέν η Νίσυρος υποκείμενον έχουσα εν αυτή τον γίγαντα». (Θεωρούν τη Νίσυρο κομμάτι από την Κω. Λένε και το μύθο τέως ο Ποσειδών καταδίωκε ένα γίγαντα, τον Πολυβώτη, έσπασε με την τρίαινά του κομμάτι από τη Κω και το έριξε επάνω του, οπότε δημιουργήθηκε από το βλήμα η Νίσυρος και έχει από κάτω της το γίγαντα).
Μύθος που αποκαλύπτει ότι οι πρόγονοι μας γνώριζαν πως η Νίσυρος είναι ένα ηφαίστειο και ότι τα πετρώματά της είναι παρόμοια με αυτά της νοτιοδυτικής Κω. Γνώριζαν ή διαισθάνονταν επίσης ότι οι συχνοί τοπικοί σεισμοί, πού συνοδεύονται από κρότους και θόρυβο και ταλαιπωρούσαν το νησί από εκείνα τα χρόνια, είναι συνυφασμένοι με το μηχανισμό γένεσης τον νησιού. Η εγκλωβισμένη ενέργεια τον λιωμένου πετρώματος και τον υπέρμετρού ατμού κάτω από τη Νίσυρο μετασωματώνεται στο γίγαντα Πολυβώτη, που στενάζει και τραντάζεται φυλακισμένος στα σπλάχνα της. Αυτό που μπορούμε να υποθέσουμε με σιγουριά είναι πως χρειάστηκαν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια υποθαλάσσιας ηφαιστειακής δράσης, ώσπου η πρώτη κορυφή τον νησιού να αναδυθεί από τα νερά τον Αιγαίον.
Πρώτος λαός προελληνικός που κατοίκησε στη Νίσυρο ήταν οι Πελασγοί. Γενάρχης τους ο Πελασγός, γιος τον Δία και της Νιόβης. Μετά τους Πελασγούς κατέκτησαν και κατοίκησαν το νησί οι Κάρες (η Καρία ήταν κόμβος συγκοινωνιακός ανάμεσα στην Ιωνία, Λυδία, Λυκία και Φρυγία) και οι Λέλεγες. Τελικά, οι Κάρες επικράτησαν και, ως εξαίρετοι ναυτίλοι και γεωργοί, δίδαξαν στη Νίσυρο τη ναυτική τέχνη και γεωργία.
Από το 3000 μέχρι το 1500 π.Χ. κατοικούν στη Νίσυρο οι Κρήτες, μεταφέροντας πολλά στοιχεία τον κρητικού πολιτισμού. Πρώτοι ανταγωνιστές και αντικαταστάτες των Κρητών οι Φοίνικες (1500 – 800 π.Χ.). Οι Φοίνικες δεν ήταν κατακτητικός λαός και εκμεταλλεύονταν επίκαιρες περιοχές για την κίνηση των πλοίων τους και τη διεξαγωγή τον εμπορίου τους. Δεν είχαν το δικό τους πολιτισμό, αλλά διδάχτηκαν τη γραφή και τις τέχνες από τους Χεττίτας και τους Αιγυπτίους και την προσάρμοσαν στις ανάγκες τον εμπορίου και της ναυσιπλοΐας. Στη Νίσυρο ίδρυσαν αγρευτήρια πορφύρας για την άγρευση κοχυλιών που έβγαζαν ανώτερη ποιότητα πορφύρας, δηλαδή ερυθρό βαθύ χρώμα βαφής. Είναι και ο λόγος που η Νίσυρος λεγόταν και Πορφυρίς. Τα μεταξωτά υφάσματα της Κω, ελαφρά, διαφανή, κομψά, ήταν περιζήτητα, γιατί βάφονταν με την πορφύρα της Νισύρου. Αποτέλεσμα της φοινικικής επίδρασης ήταν να γίνει η Νίσυρος από επισταθμία ένα μόνιμο εμπορικό και ναυτικό κέντρο, που απέκτησε μεγάλο πλούτο, δυσανάλογο με το μέγεθός της, και σπουδαία ναυτική δύναμη, γιατί:
• προσφερόταν ως «σκοπιά» σε κεντρικό σημείο της Δωδεκανήσου,
• είχε μεγάλο φυσικό και κτιστό λιμάνι (ήταν η σημερινή περιοχή Λίμνη που καταχώθηκε από ηφαιστειακή έκρηξη),
• οι Φοίνικες εμπορεύτηκαν τα ποικίλα προϊόντα τον ηφαιστείου και τις μυλόπετρες,
• ιδρύθηκαν μεγάλα κέντρα αλιείας κοχυλιών, από τα οποία παραγόταν η πορφύρα βαφή, υπήρχαν υφαντουργεία και βαφεία και
• είχε συχνή επικοινωνία με όλα τα νησιά τον Αιγαίου, την Καρία, Λυκιά, Συρία, Αίγυπτο, Μακεδονία, Θράκη και Σικελία.
Από το 1400 ως το 1100 π.Χ., περίοδο αλλαγών στον ηπειρωτικό και νησιωτικό ελληνικό χώρο, με την κάθοδο των Δωριέων περνάμε σε μια εποχή ακμής για τη Νίσυρο, επηρεασμένη φανερά από το μυκηναϊκό πολιτισμό. Ακολουθεί ο Τρωικός Πόλεμος με ενεργή συμμετοχή της Νισύρου σε πολεμικό υλικό, συγκριτικά μεγαλύτερο από τα γύρω νησιά. Με τον τερματισμό τον Τρωικού Πολέμου, οι ηγήτορες των Νισυρίων περιμάζεψαν το στόλο και το στρατό τους και με τη μερίδα της λείας τους ξεκίνησαν για την επιστροφή. Η αρχή αυτής της περιόδου χαρακτηρίζεται για τη Νίσυρο ως δεύτερη εποχή μυκηναϊκού πολιτισμού και ως δεύτερος εκδωρισμός της Νισύρου, ο λεγόμενος «μετατρωϊκός» εκδωρισμός. Από από τις μεταναστεύσεις των Δωριέων από την Κω και τη Ρόδο και, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, από την Πελοπόννησο και, ιδίως, από την Επίδαυρο. Μετά τα Τρωικά συνέβησαν οι καταστροφικοί σεισμοί. Το σεισμόπληκτο νησί σχεδόν ερημώθηκε και κατοικήθηκε τελικά από άποικους Ρόδιους και Κώους. Αξιοσημείωτο της περιόδου αυτής είναι το πολίτευμα της Νισύρου, που δεν έχει να κάνει με τύραννους, βασιλιάδες, αριστοκρατικά καθεστώτα, με την ασιατική ή μυκηνάίκή μορφή τους, αλλά με την ισότιμη συμμετοχή των πολιτών στο δημόσιο βίο. Ο Δήμος καθορίζει και διαμορφώνει την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πνευματική ζωή τον νησιού. Οι πολίτες αυτής της μικρής πόλης συγκεντρώνονται στην Αγορά και συ-ζητούν τις υποθέσεις τους. Από το Δήμο και τη Βουλή ψηφίζονται νόμοι, οι οποίοι είναι σεβαστοί σε όλους.
Την ίδια περίοδο, γίνεται στη Νίσυρο η πρώτη αφαίμαξη στην ιστορια της ιατρικής επιστήμης. Ο Ποδαλείριος, γιος τον Ασκληπιού, παθολόγος και ψυχίατρος, επιστρέφει από την Τροία. Για δέκα ολόκληρα χρόνια διακρίθηκε στην Τροία και έγινε γνωστός από τη θεραπεία τον Αίαντα τον Τελαμώνιου, που έπασχε από καταθλιπτική μανία, και τον Φιλοκτήτη, τον οποίον θεράπευσε από δάγκωμα δηλητηριώδους φιδιού. Ο Παυσανίας διηγείται πως ο Ποδαλείριος κατά την επιστροφή τον συνάντησε σφοδρή τρικυμία και αναγκάστηκε να καταφύγει στο ασφαλές λιμάνι της Νισύρου. Ο αιγοβοσκός του Δαμήτου, βασιλιά της Καρίας και της Νισύρου, αναγνώρισε το φημισμένο γιατρό και ανήγγειλε αμέσως την άφιξη του στο βασιλιά. Ο Ποδαλείριος εφάρμοσε τη γενική αφαίμαξη από τον αγκώνα της Σύρνας, κόρης ταυ βασιλιά, που έπασχε από βαρύ τραυματισμό από πτώση και τη θεράπευσε. Αργότερα, ο Ποδαλείριος εγκαταστάθηκε στην Κω, όπου ίδρυσε ιατρική σχολή, και παράρτημα τον Ασκληπιείου της Κω στη Νίσυρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ποδαλείριος είναι γενάρχης των φημισμένων γιατρών της αρχαιότητας και πρόγονος τον Ιπποκράτη.
Συνεχίζοντας στους αιώνες, η Νίσυρος ξεχωρίζει ως πόλη-κράτος σε όλους τους τομείς και διατηρεί καλές σχέσεις με το γνωστό Κροίσο, βασιλιά της Λυδίας. Ο Κύρος, βασιλιάς των Περσών, κατακτά τη Λυδία και ξεκινά τους Περσικούς Πολέμους, στους οποίους η Νίσυρος αναγκάζεται να δώσει πολεμικό υλικό στους Πέρσες και, πιο συγκεκριμένα, στην ελληνικής καταγωγής βασίλισσα Αρτεμισία, βασίλισσα της Αλικαρνασσού, Κω, Νισύρου και Καλύμνου και έμπιστη τον Κύρου. Μετά τη νικηφόρα για αυτούς έκβαση των Περσικών Πολέμων, οι Νισύριοι συμμετέχουν στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία. Για άγνωστους λόγους, στους καταλόγους που έχουν σωθεί κατατάσσονται στην κατηγορία τον ιωνικού και νησιωτικού φόρου και όχι τον καρικού, όπως τα γύρω νησιά. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος βρίσκει το Νίσυρο να αλλάζει στρατόπεδα, χωρίς να συμμετέχει ενεργά στον αλληλοσπαραγμό. Η Ελληνιστική Εποχή αρχίζει από το Θάνατο τον Μεγάλου Αλεξάνδρου και πε-ριλαμβάνει τους τρεις αιώνες που μεσολά-βησαν ως την υποταγή της Αιγύπτου στους Ρωμαίους (30 π.Χ). Ο Ι. Χ. Παπαχριστοδούλου γράφει: ” […] μετά το Θάνατό τον (323 π.Χ.) αρχίζουν οι συγκρούσεις ανάμεσα στους διαδόχους και τα Ελληνιστικά Κράτη που δημιουργούνται. Οι συγκρούσεις αυτές και ο αγώνας για τη διανομή των εδαφών δεν αφήνουν ανεπηρέαστη καμιά μεγαλύτερη ή μικρότερη δύναμη της εποχής. Η Νίσυρος κινείται και αυτή ανάμεσα στα μεγάλα Ελληνιστικά Βασίλεια και οι τύχες της ταυτίζονται ως το τέλος τον 3°° αιώνα κυρίως με αυτές της γειτονικής Κω”.
Πλούσιες πηγές, που να αναφέρονται χωριστά στην ιστορία της Νισύρου, δεν υπάρχουν στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας. Όμως μέσα από τις αναπόφευκτες αλληλεπιδράσεις της ιστορικής πορείας των γύρω νησιών, ιδίως της Κω και της Ρόδου, φαίνεται ο πρωταγωνιστικός ρόλος τον νησιού εξαιτίας της γεωγραφικής τον θέσης. Η Νίσυρος είχε ήδη υπαχθεί στη Ροδιακή Πολιτεία, που εξουσιάζεται πλέον από Ρωμαίο Ύπαρχο. Η ελάχιστη ελευθερία από τις ρωμαϊκές αρχές, οι διαφορετικοί Θεσμοί στις συναλλαγές, ο εμπορικός και ναυτιλιακός ανταγωνισμός, οι συχνές αυτοκρατορικές αλλαγές και η ρωμαϊκή οργή, που έζησε το νησί, δείχνουν την κάμψη τον πολιτισμού και της οικονομίας την περίοδο αυτή. Αξίζει να σημειωθεί η λεηλασία του Κάσσιου το 42 π.Χ. και η τρομερή καταστροφή από το Μάρκο-Αντώνιο και την Κλεοπάτρα το 41 π.Χ. Μετά το Θάνατο του Κασσίου, ο Αντώνιος αντικαταστάθηκε στην αρχηγία της Ασίας και περιέπλεε τα νησιά προς την Αίγυπτο. Αποβιβάστηκε με την Κλεοπάτρα στη Νίσυρο και ζήτησε να εισπράξει φόρο υποταγής. Οι. Νισύριοι, που ήδη είχαν πληρώσει το φόρο για μια οκταετία την προηγούμενη χρονιά στον Κάσσιο, τους θεώρησαν ευγενείς απατεώνες και αρνήθηκαν να συμμορφωθούν. Αποτέλεσμα ήταν πληρώματα από διακόσια πλοία, που περιέπλεαν το νησί, κυριολεκτικά να το καταστρέψουν.
Η Πρωτοβυζαντινή Περίοδος (324-610) βρίσκει τη Νίσυρο κάτω από το φόβο των κουρσάρων Σαρακηνών, καθώς και τον προσηλυτισμό τούς στο Χριστιανισμό. Ο θεός τον φωτός Απόλλων και ο Θεός της θάλασσας Ποσειδών, που τόσο λάτρεψαν οι κάτοικοι τον νησιού, μπαίνουν στο ημίφως της ιστορίας και ο θεός της αγάπης αποβιβάζεται στο λιμάνι. Ένα νέο κοινωνικό σύστημα ανατέλλει: η αυτοκρατορία παίρνει τη θέση της Δημοκρατίας και ένας νέος Θεός τη θέση των παλιών. Από διοικητικής πλευράς, ήταν μέλος της Επαρχίας των Νήσων και ως Επισκοπή ανήκει στην Επαρχία των Κυκλάδων.
Στη Μεσοβυζαντινή Περίοδο (210-1081), η Νίσυρος περιέρχεται σε δύσκολη κατάσταση, εκτίθεται συνεχώς σε επιδρομές από Άραβες και Σελτζούκους Τούρκους, υποβαθμίζεται η ζωή στο νησί και οι κάτοικοι ζουν καθημερινά κάτω από το φόβο της καταστροφής και της λεηλασίας. Για την Υστεροβυζαντινή Περίοδο (1081-1453) ο Παπαμανώλης Κ Εμμ. γράφει: «Η Νίσυρος ως νησί έδειχνε εύφορο και πλούσιο, κέντριζε τη βουλιμία των πειρατών Αράβων, Τούρκων, Σαρακηνών και άλλων, που συχνά δέχονταν τις ανεπιθύμητες επισκέψεις των. Από τα χρόνια των Βυζαντινών, οι κάτοικοι τον νησιού, για να αντιμετωπίσουν τις συχνές πειρατικές επιδρομές, έχτισαν αρκετά κάστρα και άλλους μικρούς πύργους. Το 1197, ο Βενετός Μάρκος Σανούτος κατέλαβε το νησί, για να το πάρει σε λίγα χρόνια ο άρχοντας της Ρόδον Λέων Γαβαλάς. Γρήγορα όμως, το 1224, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Δούκας Βατατζής το ανασυνδέει με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία”. Το 1204 οι Σταυροφόροι εκμηδενίζουν, όπως γράφει ο Ράνσιμαν, το «φρούριο» της Χριστιανοσύνης στην Ανατολή. Η Νίσυρος μετέχει ενεργά στα πεπραγμένα, εξαιτίας των ραγδαίων εξελίξεων και αλλαγών (Ιππότες, Βενετοί, Μωαμεθανοί). Η ενδιαφέρουσα είδηση προέρχεται από ανέκδοτο, βενετικό έγγραφο της 9ης Ιουλίου του 1306. Μας πληροφορεί ακόμη ότι ο Μπαρότση πολιόρκησε το κάστρο Nixari, όπως αναφέρεται η Νίσυρος στην περίοδο της Φραγκοκρατίας, αλλά δεν κατάφερε να καταλάβει το νησί, έπαθε σοβαρές ζημιές και αναχώρησε άπρακτος για την Εύβοια. Ζήτησε οικονομική βοήθεια από τη Βενετία για να επισκευάσει τα καράβια τον. Το παραπάνω συμβάν, μαζί με αυτό της εξέγερσης εναντίον τον δυνάστη Novelo Μαnοccα, αποδεικνύει για άλλη μια φορά την τόλμη των Νισυρίων παρά τα δεινά, που διαδέχονται το ένα το άλλο με ρυθμούς απίστευτα γοργούς. Κατά τα μέσα Ιουλίου τον 1394, πέρασε από τη Νίσυρο ο Ιταλός νοτάριος Νικόλαος de Martoni. Μας αναφέρει ότι στη Νίσυρο υπάρχουν πολλά χωριά, παράγονται άφθονοι καρποί, δεν καλλιεργείται το σιτάρι, αλλά το κριθάρι και το πιο άφθονο προϊόν είναι το σύκα, ιδίως το ξηρά. Ο Martoni διατείνεται ακόμα ότι υπό το ξηρά σύκα ο φεουδάρχης Domenico, όπως τον πληροφόρησε σε προσωπική τους συνάντηση ο πληρεξούσιός τον, είχε ετήσιο εισόδημα το υπερβολικό ποσόν των 2.000 δουκάτων. Και στα μεταγενέστερα χρόνια η Νίσυρος είχε πολλά και νόστιμα σύκα, όπως αναφέρεται σε τούρκικα έγγραφα και ονομάστηκε Incirli (Συκονήσι). Ο περιηγητής κάνει λόγο για Τρία κάστρα, ένα κοντά στην παραλία και δύο άλλα επάνω στα βουνά. Της παραλίας πρέπει να είναι το ενετικό Φρούριο του Μανδρακίου, που δεν πρέπει να ταυτίζεται με το Παλιόκαστρο της παλιότερης εποχής. Η συμπλήρωση και η επισκευή του φρουρίου φαίνεται από την ημερομηνία 1315 που είναι χαραγμένη σε μαρμάρινη πλάκα. Τα εντοιχισμένα σύμβολα και σήματα είναι ενετικά και έγιναν ένα έτος μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Ιππότες τον Τάγματος τον Αγίου Ιωάννη, κοινώς Ιωαννίτες. Το φρούριο περικλείει ολόγυρα το ανατολικό μέρος τον κρημνού της Παναγίας Σπηλιανής. Ενενήντα εννέα βαθμίδες συνδέουν το φρούριο με το Μανδράκι. Από την είσοδό του άλλες τριάντα βαθμίδες οδηγούν στην είσοδο τον μοναστηριακού συγκροτήματος.
Διακρίνονται προμαχώνες και οπλοστάσια. Στο νοτιανατολικό και υψηλότερο σημείο υπάρχει ο γνωστός «Μπαροντθοχανάς», που η χρήση του έφτασε στην εποχή της Τουρκοκρατίας. Τα άλλα δύο μεσαιωνικά φρούρια είναι:
• Το βυζαντινό κάστρο τον Εμπορειού, με ολοφάνερα επάνω σε λόφο βυζαντινά οικοδομήματα.
• Τα Παρλέντια, στο μέσο της αγροτικής οδού από Εμπορειό προς το Νικειά. Σημαίνει «συλλαλητήριον» ή «βουλευτήριον», όπου συνέρχονται οι κάτοικοι δύο χωριών για συζήτηση κοινών προβλημάτων.
Υπάρχει περίπτωση ένα υπό το δύο κάστρου επάνω στα βουνά να είναι το μεσαιωνικό του «Σταυρού», όπως το περιέγρυψε ο L. Rοss.
Αν αι οι Μ. Μάγιστροι παραχωρούσαν τη Νίσυρο ως φέουδο στους ευγενείς και στους Ιππότες, οι Νισύριοι παρυμένουν ψυχικά ενωμένοι με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και θρησκευτικά δεμένοι με το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Σε όλο το διάστημα της Ιπποτοκρατίας οικοδομούνται στη Νίσυρο ναοί βυζαντινού ρυθμού και διακοσμούνται με βυζαντινή τεχνοτροπία. Στο εμπόριο, εξακολουθούν να αναπτύσσονται κυρίως με τη στυπτηρία, βιτριόλι και θειάφι. Μεταξύ του 1414 και του 1420, έχουμε μια θαυμάσια περιγραφή της κατάστασης του ηφαιστείου και της έντονης υδροθερμικής δραστηριότητάς τον υπό το Φλωρέντιο μοναχό Cristoforο Βuοndelmonti: “Στο κέντρο τον νησιού υπάρχει ένα ψηλό βουνό, υπό το οποίο εκλύεται θειάφι μέσω υπογείων οδών μέρα και νύχτα. όπως στο νησί Στρόμπολι κοντά στο Λίπaρι. Σε απόσταση μιας πετριάς δρόμο υπό την κορυφή υπάρχει μια θερμή πηγή, το νερά της οποίας χύνονται σε μια βαθιά σκοτεινή λίμνη στην πιο κάτω περιοχή. Οι νησιώτες συλλέγουν το θειάφι σε μεγάλες ποσότητες και το πωλούν σε εμπόρους, που περνούν υπό εκεί. Μετά τη μέση τον δρόμου προς την κορυφή, η ζέστη είναι τόσο έντονη, ώστε καθίσταται αδύνατη η άνοδος σε όποιον δε φορά ξυλοπάπουτσα”. «Η πόλις εάλω» και οι ιππότες προσπαθούν να αυξήσουν την άμυνα της νήσου, γιατί κατανοούν πως ο εξ Ανατολής κίνδυνος πειρατικές επιδρομές γίνονται συχνότερες και πιο καταστρεπτικές. Ο Επαμ. Σταματιάδης στο Περί Νισύρου ιστόρημά του μυς παρουνσιάζει παραστατικά γεγονότα πειρατικών επιδρομών, που η Νίσυρος δέχτηκε μαζί με άλλα νησιά υπό Τούρκους πειρατές, γεγονότα που πληροφορούμαστε και υπό άλλους συγγραφείς.
Το 1455, ισχυρός τούρκικός στόλος, που περιέπλεε το Αιγαίο υπό το ναύαρχο Χαμζά Βέην, επέδραμε κατ’ άλλων νήσων του Αρχιπελάγους και κατά της Νισύρου και, αφού κατέστρεψε τους υγρούς και το σπίτια των κατοίκων, πολλούς εξανδραπόδισε. Το 1457, στόλος εξήντα τουρκικών πλοίων, προσεγγίσας εις Νίσυρον, “κατέσφαξε και ηχμαλώτισε πάντας ους εύρεν εκτός φρουρίου, τας δε αμπέλους εδήωσε”.
Το 1471, “τόσην τρομερά’ επιδρομή υπέστη η Νίσυρος, ώστε οι δυστυχείς κάτοικοι παρατήσυντες τας γαίας αυτών, απεσύρθησαν εις Ρόδον, ίνα σωθώσιν. Το δε Τάγμα των Ιπποτών συμπαθούν αυτούς, τους απήλλυξε του δασμού των 300 φλωρινιών α ώφειλον να πληρώσωσι”. Τέλος, ο διάσημος πειρατής Καμαλή “πλεύσας επί την Νίσυρον, προσεπάθησε να κυριεύσει αυτήν αλλ’ απήντησε τοσαύτην αντίσταση’, ώστε ηναγκάσθη ν’ απέλθει άπρακτος”. Ωστόσο τα Δωδεκάνησα εξακολουθούν να αποτελούν εμπόδιο στην έξοδο τον οθωμανικού στόλου προς τη Μεσόγειο. Ο τουρκικός στόλος, με 400 πλοία, 200.000 στρατό και επί κεφαλής τον Σουλεϊμάν, ξεκινάει τον αγώνα για την κατάκτηση των Δωδεκανήσων. Η Νίσυρος παραδίδεται στις 6 Σεπτεμβρίου τον 1522. Μια καινούργια σελίδα γράφεται για τη Νίσυρο και την οικονομία της, που ανθίζει χάρη στη διπλωματική ικανότητα και εργατικότητα των κατοίκων της.
Όταν άρχισε ο αγώνας, η Νίσυρος, όπως και το άλλα νησιά, έδιωξαν τις τουρκικές φρουρές και ανακηρύχτηκαν ελεύθερα, όχι όμως για πολύ. Οι περιπέτειες συνεχίζονται και οι φόροι που πρέπει να πληρωθούν στον Σουκιούρμπεη της Ρόδου γίνονται μεγαλύτεροι και η απαίτηση τους επιτακτική για τη συνέχιση της ζωής στο νησί. Συν να μην έφτυνε αυτό, η σύσκεψη των προστάτιδων δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας στο Λονδίνο, με το πρωτόκολλο της 22ος Μαρτίου τον 1829, αφήνει το Δωδεκάνησα στα άπληστα χέρια τον παλιού τους δυνάστη Σουκιούρμπεη μέχρι το 1866.
Τα χρόνια που ακολουθούν βρίσκουν τους Νισύριους να κινούνται ανήσυχα για να κερδίσουν προνόμια. Και ενώ ο ατυχής πόλεμος τον 1897 και η άνοδος των Νεότουρκων έδινε ελπίδα για ανάκτηση των παλιών προνομίων, τελικά η κατάσταση γίνεται ανυπόφορη και εφιαλτική. Παρόλη όμως τη συνεχή οδύνη, πρέπει να αναφερθεί ο ελιγμός των Νισυρίων και η ανάδειξη πρωτοφανών έργων. Μερικά υπ αυτα ειναι:
• η ίδρυση και λειτουργία τον εργοστασίου επεξεργασίας θειοχώματος,
• τα λουτρά τον γιατρού Παντελίδη στους Πάλους,
• η ανέγερση και λειτουργία της Ομηρείου Κοινοτικής Σχολής στο Μανδράκι,
• το Ιαματικά λουτρά Μανδρακίου στη θέση «Σκόπι».
Στις 12 Μαΐου 1912, ημέρα Κυριακή και ώρα 6:00, το θωρηκτό «Ρόμα» και τα πολεμικά «Πίζα» και «Σπέτσια» αγκυροβολούν έξω αστό τη Νίσυρο. Πενήντα στρατιώτες αποβιβάζονται στο νησί και συλλαμβάνουν στο τούρκικο κονάκι τους κοιμισμένους έξι χωροφύλακες. Έγιναν συλλήψεις και ο αρχηγός και συντονιστής των ενεργειών του ιταλικού ναυτικού στο Αιγαίο, ναύαρχος Biale, έκανε το εγκαίνια της επίσημης ιταλικής κατοχής της Νισύρου. Οι κάτοικοι του νησιού δέχτηκαν τους Ιταλούς ως απελευθερωτές, που όμως δεν άργησαν να δείξουν τον κατακτητικό τους χαρακτήρα, και ο αγώνας για επιβίωση συνεχίζεται. Ο πρώτος Ιταλός κυβερνήτης, Giovanni Ameglio, έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο αποθάρρυνσης του πληθυσμού, αποβλέποντας στην εξάλειψη κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών δεσμών που διατηρούσαν οι νησιώτες, παρά τον τουρκικό ζυγό. Μετά τη συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου του 1923), αρχίζει η δεύτερη περίοδος της ιταλικής κατοχής. Πανάρχαιες εστίες του Ελληνισμού στη Μ. Ασία χάνονται. Γίνεται ανταλλαγή πληθυσμών και χιλιάδες άμαχοι Έλληνες εξοντώνονται το καλοκαίρι του 1922. Η Νίσυρος δέχεται τους πρώτους πρόσφυγες και η ένταξή τους στη μικρή κοινωνία υπήρξε τονωτική σε όλους τους τομείς. Πολιτικός διοικητής της Δωδεκανήσου διορίζεται ο διπλωμάτης Μαrίο Lago. 0 Lago τηρεί το προσχήματα για να επιτύχει τους βαθύτερους σκοπούς, που είναι ο εξιταλισμός με ήπιες μεθοδεύσεις εκφασισμού. Οι κληρικοί περιορίζονται στα αυστηρώς εκκλησιαστικά καθήκοντά τους. Στα σχολεία εισάγεται η διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας. Ο Lago έκανε μεγάλα έργα κοινής ωφελείας, όπως το διοικητήριο της Νισύρου, το έργο του όμως δεν αναγνωρίστηκε υπό τη φασιστική κυβέρνηση, διότι δεν είχαν μάθει όλοι να μιλάνε ιταλικά. Το Μαrίο Lago διαδέχεται ο «άτρομος παλιάτσος», όπως τον αποκαλούσε ο Ντούτσε για τις γκάφες που είχε κάνει σε κάθε υπηρεσία που πέρασε, De Vecchi. Ο De Vecchi επεμβαίνει παντού. Το 1937 καταργεί το ελληνικά σχολεία. Οι γονείς υποχρεώνονται να γράψουν το παιδιά τους στη φασιστική οργάνωση Βalila. Ο τορπιλισμός της «Έλλης» και η κήρυξη του πολέμου επιφέρει και πάλι την «αφαίμαξη» του προσωπικού του νησιού. Πενήντα Νισύριοι με χίλιους οκτακόσιους Δωδεκανήσιους πολεμούν σε κάθε μορφή αγώνα σε κάθε επικράτεια. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1943, τελειώνει ουσιαστικά η Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα.
Αν και οι Γερμανοί παρέμειναν κατά διαστήματα στη Νίσυρο και για λίγο χρονικό διάστημα, το πέρασμά τους καταγράφτηκε ακόμη και στην τοπική λαϊκή παράδοση. Μερικοί υπό τους γηραιότερους Μανδρακιώτες θυμούνται Γερμανούς στρατιώτες να ανεβαίνουν το μοναστήρι της Παναγιάς Σπηλιανής για να το οχυρώσουν. Ο Αρχιμανδρίτης Κύριλλος Ρωμανός απάντησε στις απαιτήσεις τούς ότι είναι ένας απλός επιστάτης και ότι μόνο η Δέσποινα του νίκον μπορουσε να απαντήσει, που διέμενε στα κάτω διαμερίσματα. Οι στρατιώτες πήγαν σε αυτά και μετά υπό λίγο εγκατέλειψαν το μοναστήρι πανικόβλητοι. Αρχές Απριλίου του 1944, τριάντα πέντε Γερμανοί αποβιβάζονται στη Νίσυρο που φιλοξενεί σαράντα ορφυνά και κάποιους Ιταλούς καθολικούς παπάδες. Ο Έλληνας καταδρομέας Λάζαρος, ντυμένος παπάς, και δέκα Βρετανοί στήνουν ενέδρα και εξοντώνουν τη φρουρά.
Στις 11 Φεβρουαρίου τον 1945 τριάντα επτά Γερμανοί αποβιβάζονται στους Πάλους, ανεβαίνουν στον Εμπορειό και εγκαθίστανται σε δεσπόζων σημείο πάνω υπό τον κρατήρα τον ηφαιστείου. Τμήμα τον Ιερού λόχου επεχείρησε καταδρομή και εξουδετέρωσε την εχθρική δύναμη με απώλεια τον Υπολ/γού Ευάγγελου Χατζηευαγγέλου. Στο καφενείο που έγινε η συμπλοκή σώζεται μέχρι και σήμερα, στην ίδια θέση, ένας καθρέπτης με θρυμματισμένη μια άκρη του, υπό σφαίρα που ρίχτηκε εκείνο το βράδυ.
Οι Νισύριοι άρχισαν να μεταναστεύουν σε ξένους τόπους συστηματικά υπό τον πόλεμο του 1821. Με την απογραφή του 1828 η Νίσυρος βρίσκεται να αριθμεί 3.300 κατοίκους. Στα τέλη τον 19ου αιώνα και στις αρχές τον 20ου, ιδίως την περίοδο 1908-1912, υπάρχει έντονο κύμα μετανάστευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, προερχόμενο υπό το ότι οι Νισύριοι έχασαν το ειδικό προνόμιά τους και ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν τον τουρκικό στρατό. Το 1912 με τη μικρασιατική καταστροφή, ο πληθυσμός εκτοξεύεται στους 5.000, με την πλειοψηφία του να είναι πρόσφυγες από τις χαμένες πατρίδες. Το 1940, η Νίσυρος είχε πληθυσμό 3.100, ενώ υπό τη δεκαετία τον ’50, και κυρίως μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1953, αρχίζει σταδιακή πληθυσμιακή αποδυνάμωση, με αποτέλεσμα η Νίσυρος υπό το τέλη της δεκαετίας τον ’80 ως και σήμερα να αριθμεί περί τους 1000 κατοίκους.
Κείμενο: Υπολοχαγός (ΠΖ) Κωστής Γεώργιος