ΝΙΣΥΡΙΑΚΗ ΠΑΡΟΙΚΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

Μικρά σε έκταση είναι τα νησιά μας και ιδιαίτερα αυτά της λεγόμενης άγονης γραμμής και περιορισμένα τα μέλη της Κοινωνίας, που αναπτύσσεται στο καθ’ ένα απ’ αυτά, αφού οι υπάρχουσες δυνατότητες δεν ευνοούν την επέκταση και περαιτέρω ανάπτυξή τους.
Oι συνθήκες διαβίωσης σε χαμηλό γενικά επίπεδο, οι προϋποθέσεις, για κάθε είδους δραστηριότητα, αρνητικές, η αγορά στεγνή, το μεροκάματο δύσκολο και τα αδιέξοδα πολλά όσον αφορά τα όνειρα, τις επιδιώξεις, τη ζωτικότητα των νέων ανθρώπων. Αν τώρα σ’ όλα αυτά προστεθεί ο αποκλεισμός και η απομόνωση στις μέρες του χειμώνα, τότε που η γενική εικόνα ούτε στο ελάχιστο δε μοιάζει εκείνης του καλοκαιριού, με την κλίμακα μποφόρ να ξεπερνά το κόκκινο και να καθιστά τα νησιά απροσπέλαστα, με το φόβο, την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια, ιδιαίτερα για θέματα υγείας, να πλανάται παντού, τότε εύκολα εξηγείται το γιατί τα νησιά αυτά δε μπορούν να κρατήσουν κοντά τους τον κόσμο τους. Τότε βρίσκει την εξήγησή της η κοινή πια μοίρα των νησιωτών να παίρνουν το δρόμο προς τη ξενιτιά, εγκαταλείποντας πίσω τους οικογένεια, πατρίδα, φίλους και γνωστούς, για να βρεθούν στη μεγαλούπολη, εκεί που οι συνθήκες ζωής φαντάζουν ιδανικές, το μεροκάματο πιο εύκολο και οι ορίζοντες διανοίγονται ευρύτεροι για κάθε επιδίωξη.
Σ’ αυτή την τάση φυγής, διεκδικεί μεγάλο μερίδιο και η θάλασσα, αυτή η πλανεύτρα μάγισσα, που από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο κάθε νησιώτης νιώθει την έλξη της και την επιρροή της.
Απ’ αυτή τη μοίρα δεν ήταν δυνατό να ξεφύγουν οι νέοι της Νισύρου και μάλιστα σε εποχές, που τα καταπιεστικά μέτρα των Τούρκων παλαιότερα και των Ιταλών κατακτητών τελευταία, έκαμναν αφόρητη τη ζωή στα νησιά. Έτσι η μάνα Νίσυρος ήταν υποχρεωμένη, απ’ τα πολύ παλιά χρόνια, να σφίγγει την καρδιά της, να πίνει συχνά – πυκνά το πικρό ποτήρι του αποχωρισμού και με πόνο και σπαραγμό ψυχής να κατευοδώνει τα παιδιά της, που το ένα μετά το άλλο έπαιρναν και εξακολουθούν να παίρνουν μέχρι σήμερα, το δρόμο για τη ξενιτιά.
Μεμονωμένα άτομα αλλά και οικογένειες ολόκληρες εγκατέλειπαν το νησί, με αποτέλεσμα οργανωμένα νοικοκυριά να εγκαταλείπονται, σπίτια να κλείνουν, γειτονιές να ερημώνουν, γονείς να στερούνται τα παιδιά τους και ο πληθυσμός του νησιού ολοένα να αποδεκατίζεται.
Συνηθισμένοι τόποι προτίμησης αρχικά η Σμύρνη, η Πόλη, η Αλεξάνδρεια, η Oδησσός. Κι αργότερα ήρθε η Αμερική, που με το προσωνύμιο της «φτωχομάνας», τραβούσε κοντά της όλο σχεδόν τον ενεργό πληθυσμό του νησιού.
Κάποτε όμως ήρθε η σειρά και της Αθήνας για να προστεθεί στον κατάλογο των προτιμήσεων των Νισυρίων μεταναστών και σ’ αυτό, πέρα από τη δυνατότητα κάλυψης των βιοτικών αναγκών, καθοριστικό ρόλο έπαιξε το ότι εκεί κτυπούσε η καρδιά της Μητέρας Πατρίδας, από την οποία είχαν αποκόψει τα Δωδεκάνησα οι κατακτητές τους.
Συγκεκριμένα στοιχεία για τον ακριβή χρόνο εγκατάστασης των πρώτων Νισυρίων στην Αθήνα δεν υπάρχουν. Εξακριβωμένο όμως είναι πως ανάμεσα στους πρώτους, που εξεδήλωσαν προτίμηση γι’ αυτήν, ήταν οι φοιτητές. Νέα παιδιά της Νισύρου, που αναζήτησαν στην Ελληνική πρωτεύουσα διέξοδο στις πνευματικές τους ανησυχίες και στην έφεσή τους για παραπέρα σπουδές, ενώ αυτή τους η απόφαση σήμανε και τη μεταστροφή, εφεξής, του ρεύματος των Νισυρίων φοιτητών προς την Αθήνα, αντί της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, που ως τότε συγκέντρωναν τις προτιμήσεις τους.
Πρωτοπόρος της νέας αυτής απόφασης ήταν ο φοιτητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημόκριτος Ξένος, ο οποίος πήρε το Πτυχίο του τον Ιανουάριο του 1880, στοιχείο που οδηγεί στο να εντοπίσουμε την αρχική άφιξή του στην Αθήνα περί το 1875.
Ένα χρόνο μετά, το 1881-82 αποφοίτησαν από την ίδια Σχολή τρεις νέοι Νισύριοι γιατροί, ο Μιχαήλ Παρθενιάδης, ο Νικόλαος Ανδριωτάκης και ο Πανταλέων Σακλαρίδης και ήταν οι πρώτοι, που μετά τη λήψη του Πτυχίου τους παρακολούθησαν μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Επιστρέφοντας, οι δυο πρώτοι εγκαταστάθηκαν και άσκησαν την Ιατρική στην Κω, παρέχοντας υπηρεσία και στα γύρω νησιά, ενώ ο τρίτος εγκαταστάθηκε και σταδιοδρόμησα στην Κωνσταντινούπολη.
Φαίνεται πως η Ιατρική επιστήμη γοήτευε και προσήλκυε τότε τους νέους της Νισύρου, αφού και η επόμενη σειρά πτυχιούχων του 1883 ήταν όλοι γιατροί. Πρόκειται για τους Μιλτιάδη Λογοθέτη, Δημήτριο Μπαλαλά, Μιχαήλ Πασκάλ, Γεώργιο Πασχαλίδη και Πανταλέοντα Παντελίδη. O τελευταίος ανεχώρησεν αμέσως στο Κάϊρο, όπου παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στη χειρουργική και τη μαιευτική και όταν επέστρεψε στη Νίσυρο ίδρυσε το γνωστό συγκρότημα των Ιαματικών Λουτρών, στην παραλία των Πάλων.

Είναι αξιοσημείωτο και πρέπει να τύχει ιδιαίτερης έξαρσης και αναφοράς το γεγονός ότι, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπίζε η υπόδουλη, τότε, Νίσυρος, παρά τις στερήσεις και τα περιορισμένα οικονομικά των κατοίκων, αφού η μόνη πηγή εσόδων ήταν η, όχι και τόσο αποδοτική, καλλιέργεια της γης, η φιλοδοξία του κάθε γονιού ήταν να προσφέρει στο παιδί του υψηλή μόρφωση και εφόδια κατάλληλα, ώστε να ζήσει με καλύτερες συνθήκες τη ζωή του. Έτσι βλέπομε το φοιτητικό ρεύμα συνεχώς να διευρύνεται και να πυκνώνει και τους Νισυρίους φοιτητές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κάθε χρόνο να πολλαπλασιάζονται, με την επόμενη σειρά να αποτελείται από τους Μιχαήλ Πασχαλίδη, Μιλτιάδη Σαρρή και Εμμανουήλ Αλεξιάδη της Ιατρικής, τον Μιχαήλ Γενά της Νομικής και τον Κωνσταντίνο Μεζά, ο οποίος είχε σπουδάσει οικονομικές επιστήμες στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στην Κωνσταντινούπολη και τώρα φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την ίδια, περίπου, εποχή φοιτούσε επίσης και ο Γεώργιος Παπαδόπουλος στη Φιλοσοφική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου, ενώ ο Ιωάννης Φασουλαρίδης φοιτούσε στο Διδασκαλείο της Αθήνας.
Μεγάλη λοιπόν η προσέλευση Νισυρίων φοιτητών στην Αθήνα, όμως περιορισμένος ο αριθμός αυτών, που είχαν επιλέξει την Ελληνική πρωτεύουσα, για επαγγελματικήν αποκατάσταση. Αποκαλυπτική του αριθμού αυτού είναι η απογραφή πληθυσμού, που διενεργήθηκε στη Νίσυρο το 1917, επί Δημαρχίας Καμμά, στην οποία αναφέρεται ότι, από τους Νισυρίους, που πήραν το δρόμο για τη ξενιτιά, μόνο 29, συμπεριλαμβανομένων των φοιτητών, προτίμησαν την Ελλάδα.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους 29 και μάλιστα από τους πρώτους, που εγκαταστάθηκαν μόνιμα, ήταν ο Κωνσταντίνος Μεζάς, ο οποίος έφτασε στην Αθήνα το 1905 και παράλληλα με τις σπουδές του, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ανέπτυξε δραστηριότητα και σε οικονομικής φύσεως επιχειρήσεις και ιδιαίτερα στον τραπεζικό χώρο. Το 1917 έφτασε από τη Νίσυρο ο Ιωάννης Γιαννίδης, φέρνοντας μαζί του την εμπειρία του από προηγούμενη εργασία του στη Ρουμανία και στην Αμερική, αλλά και τις οικονομίες του, τις οποίες επένδυσε σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις.
Λίγους μήνες μετά και συγκεκριμένα στις αρχές του 1918, ένας ακόμα Νισύριος, ο Μιχαήλ Εμ. Παρθενιάδης, έφτασε στην Αθήνα από τη Σμύρνη, όπου είχε σπουδάσει εμπορικές και οικονομικές επιστήμες στην εκεί φημισμένη Αγγλική Εμπορική Σχολή Μπάξερ. O Μιχαήλ Παρθενιάδης, τρίτος κατά σειρά Νισύριος, που έφτασε στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση, επιδόθηκε στον Κλάδο των Ασφαλειών.
Στο μεταξύ οι πιέσεις και οι διώξεις των Ιταλών στα νησιά ολοένα και οξύνονταν, με αποτέλεσμα η Αθήνα, εκτός από προορισμός για σπουδές και επαγγελματική αποκατάσταση, να θεωρείται και ασφαλές καταφύγιο για κάθε διωκόμενο, με αποτέλεσμα να διευρύνεται και να αυξάνει ολοένα το ρεύμα των μεταναστών.
Oι τρεις λοιπόν αυτοί Νισύριοι, με λαμπρή επαγγελματική αποκατάσταση ο καθ’ ένας, με αγάπη και ενδιαφέρον για τη Νίσυρο, δεν ήταν δυνατό να δείξουν αδιαφορία απέναντι στις δυσκολίες και στα προβλήματα, που συναντούσαν οι νεοφερμένοι στην Αθήνα συμπατριώτες τους. Αντίθετα οργάνωσαν μια τριμελή ομάδα υποδοχής, η οποία τους υποδεχόταν, συμπαραστεκόταν στο να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τα πρώτα προβλήματα και κάνοντας χρήση των γνωριμιών τους, βοηθούσαν στην εξεύρεση στέγης, δουλειάς και για κάθε άλλο χρειαζούμενο στα πρώτα τους βήματα. Έτσι οι τρεις αυτοί Νισύριοι, στους οποίους προστέθηκε αργότερα και ο Ιωάννης Oδ. Σακελλαρίδης, που είχεν έρθει από την Κωνσταντινούπολη, συσπείρωσαν γύρω τους όλους τους νεοφερμένους Νισυρίους και δημιούργησαν τον πυρήνα, γύρω από τον οποίο σχηματίστηκε αργότερα η Νισυριακή Παροικία της Αθήνας.
Στα 1919 μια ακόμα ομάδα φοιτητών έφτασε στην Αθήνα αποτελουμένη από τους Κώστα Μούρα, Γεώργιο Παρθενιάδη, Γεώργιο Τραμπούλη, Πασχάλη Χριστοφόρου, Νικήτα Σακελλαρίδη, Μιχαήλ Τσατσαρώνη, Κωνσταντίνο Σαρρή, Γεώργιο Χριστοφίδη, Μιχαήλ Φωτιάδη κ.α. πολλοί από τους οποίους επρόκειτο να παίξουν καθοριστικό ρόλο στα συλλογικά δρώμενα της παροικίας, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
ΔΥΣΚOΛΙΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠOΔΙΑ
Στις δύσκολες εκείνες εποχές ένα ταξίδι για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα αποτελούσε αναμφίβολα διέξοδο στις ανάγκες της οικογένειας. Όμως συνοδευόταν και από δυσκολίες και προβλήματα, δυσεπίλυτα πολλές φορές, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό, στο ξεκίνημα της νέας ζωής. Στις δυσκολίες αυτές πρωτεύουσα θέση κατείχαν τα έξοδα του ταξιδιού, που έφταναν σε ποσά καθ’ όλου ευκαταφρόνητα.
Όπως γράφει ο Νίκος Γιαννίδης στο βιβλίο του «Τα τρία βήματα», όταν αποφασίστηκε να μετοικήσει η οικογένειά του στον Πειραιά, χρειάστηκε να μεταβεί ο πατέρας του στην Αμερική και να εργαστεί δυο χρόνια, για να εξασφαλίσει τα έξοδα μεταφοράς.
Μια τέτοια απόφαση λοιπόν απαιτούσε τόλμη, θάρρος, αποφασιστικότητα, στοιχεία που τα δημιουργούσαν οι ανάγκες, η ανέχεια, η δυσπραγία των καιρών, αλλά και οι πιέσεις και τα καταναγκαστικά μέτρα του κατακτητή. Γιατί αυτές οι ανάγκες υποχρέωναν τον πατέρα να πάρει «των εμματιών του», με την ελπίδα πως θα μπορέσει να εξοικονομήσει τα χρειαζούμενα, για να συντηρηθεί η οικογένεια, που άφηνε πίσω του. Τον πρωτογιό για να μπορέσει να βγάλει το χρέος του πατέρα και να ξοφλήσει τις υποχρεώσεις του. Τον αδελφό για να συγκεντρώσει την προίκα και να κτίσει το σπίτι της αδελφής, αφού χωρίς αυτό γάμος δε θα γινότανε. Αλλά και το νέο με γεμάτη την καρδιά από Ελλάδα, που δεν άντεχε να σκύβει ταπεινωτικά το κεφάλι στον κατακτητή, ούτε να αρνείται τα ιδανικά της φυλής του και τη θρησκεία των πατέρων του.

Υπήρχαν όμως και οι περιπτώσεις ομαδικής αναχώρησης της οικογένειας και μάλιστα πολλές φορές χωρίς φροντίδα για να καλυφθούν κάποιες βασικές προϋποθέσεις, με μόνη την αισιόδοξη σκέψη «πάμε κι έχει ο Θεός». Και σ’αυτές τις βεβιασμένες αποφάσεις, τα προβλήματα παρουσιάζονταν αμέσως με την αποβίβαση στον Πειραιά κι ήταν πιο δύσκολα και πιο οξέα, από τα συνηθισμένα.
Πρώτη και σοβαρή φροντίδα η προσωρινή διαμονή, ωσότου εξασφαλιστεί η μόνιμη στέγαση της οικογένειας. Και η λύση συνήθως βρισκόταν στο ξενοδοχείο του Γιαννίδη, πρώτα το «Ρόδος», μετά το «Μητρόπολις» και τελευταία το «Γαλλία», στην οδό Φίλωνος. Εκεί εύρισκαν καταφύγιο, μέσα σε περιβάλλον γνωστό, Νισύρικο και κοντά σε ανθρώπους, πρόθυμους να προσφέρουν βοήθεια και να συμπαρασταθούν.
Δύσκολο το φαγητό στα πρώτα χρόνια, όμως μετά, το εστιατόριο του Κοντονικολάου, που άνοιξε λίγο πιο πέρα, στη Νοταρά και του Στράτου του Παπαντωνίου, απέναντι στην Αγίου Σπυρίδωνος, είχαν ανοίξει διάπλατα τις πόρτες για τους συμπατριώτες τους. Στην ίδια περιοχή και το εμπορορραφείο του Κωσταντάκη του Ιερομνήμονος, που ένιωθε ευχαρίστηση να εξυπηρετεί ιδιαίτερα τους συγχωριανούς του από τα Νικιά, οι οποίοι είχαν ως αποκούμπι το μαγαζί του και σε περιπτώσεις … ανέχειας τους διευκόλυνε ακόμα και στον ύπνο, διαθέτοντας κάποια γωνία του ραφείου.
Βολεύονταν λοιπόν προσωρινά κι αμέσως μετά άρχιζε το τρέξιμο και το ψάξιμο για σπίτι πρώτα-πρώτα, προκειμένου να στεγαστεί η οικογένεια, αλλά και για δουλειά, αφού τα έξοδα ήδη είχαν αρχίσει να τρέχουν.
Έτσι πρωτοτάξιδοι αυτοί οι άνθρωποι, που μεγάλωσαν κι ως τώρα ζούσαν στους περιορισμένους ρυθμούς και στις συνθήκες της γενέτειράς τους Νισύρου, ξαφνικά βρέθηκαν σ’ ένα περιβάλλον άγνωστο, πρωτόγνωρο και εντελώς διαφορετικό, με κόσμο πολύ, με θόρυβο, με φώτα παντού, με βιτρίνες, με άλλους ρυθμούς και άλλους τρόπους ζωής, και σ’ ένα κόσμο που κανένα δεν γνώριζαν και κανένας δεν τους ήξερε.
Από την πρώτη κι όλας ματιά οι ρυθμοί ζωής διαγράφονταν δύσκολοι, οι συνθήκες πιεστικές, παντού προβλήματα, παντού δυσκολίες. Όμως όλοι τους έφυγαν από το νησί με κάποιες προσδοκίες και με κάποιους στόχους, τους οποίους έπρεπε να επιτύχουν. Γι αυτό έπρεπε να οπλιστούν με θάρρος, με θέληση, με υπομονή και με την απόφαση να παλέψουν.
Σ’ αυτή τους την προσπάθεια είχαν αμέριστη τη συμπαράσταση και τη φροντίδα των παλαιοτέρων συμπατριωτών τους, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις πολύτιμη ήταν η συνδρομή και του «Σωματείου Συμπαράστασης Δωδεκανησίων», το οποίο είχεν ιδρύσει η Αντιγόνη Ζουρούδη, η αποκαλουμένη «Μάνα της Δωδεκανήσου» με σκοπό τη στέγαση, την τροφή, την εξεύρεση εργασίας και τη συνδρομή σε κάθε άλλη δυσκολία, που αντιμετώπιζαν ιδιαίτερα οι κυνηγημένοι από το Ιταλικό καθεστώς Δωδεκανήσιοι.
ΝΙΣΥΡΙΚΕΣ ΓΕΙΤOΝΙΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Η πρώτη φροντίδα του κάθε νεοφερμένου ήταν η εξεύρεση σπιτιού. Και αποτελούσε όαση, ιδιαίτερα μάλιστα όταν επρόκειτο για εγκατάσταση οικογένειας, ένα σπίτι σε γειτονιά, που κατοικούσαν και άλλοι συμπατριώτες, άνθρωποι γνωστοί με την ίδια προέλευση, τα ίδια ενδιαφέροντα, με τους ίδιους τρόπους ζωής και με τους οποίους θα μπορέσει ελεύθερα να κουβεντιάσει τα προβλήματά του και να ζητήσει τη δική τους συνδρομή. Άρχισαν λοιπόν να δημιουργούνται Νισύρικες γειτονιές σε διάφορα μέρη της Αθήνας, με προτίμηση το κέντρο, όπου η κυκλοφορία ήταν ευκολότερη και οι αποστάσεις μικρότερες, χωρίς την ανάγκη χρήσης μέσων συγκοινωνίας. Έτσι έχομε:
δ Στην περιοχή Ψυρή τις οικογένειες Oδυσσέα Σακελλαρίδη, Εμμανουήλ Κουλάκη, Μαρίας Πληθίδη, Δημητρίου Φιλίππου, Φιλίππου Τσουλάτου, Δημόκριτου Σακελλαρίδη, τον Αντώνιο Πληθίδη κ. α.
δ Στο Μεταξουργείο τον Αρχιμανδίτη και μετέπειτα Μητροπολίτην Κώου Εμμανουήλ Καρπάθιον, τις οικογένειες Παναγιώτας Καρπαθίου, Ευσταθίου Καλύβα, Ιωάννου Δεσίμπρη, Καλλιόπης Λυτρωτή.
δ Στη Νεάπολη-Εξάρχεια τις οικογένειες Θεόφιλου Τραμπούλη, Σοφίας Λαμπάδη, αδελφών Παντελίδη, Άννας Παρθενιάδη-Μαστρογιάννη, Καλλιόπης Μπρούζου, Νικολάου Παρθενιάδη, Αριστομένου Κατσιματίδη.
δ Στην περιοχή Κυψέλης τις οικογένειες Ιωάννου Ζούνη, Κωνσταντίνου Μούρα, Μιχαήλ Παρθενιάδη, Δημητρίου Παπακέντρη, Ιωάννου Παρθενιάδη, Ιωάννου Κώνστα, `Αννας Λογοθέτη-Σερεπέτη, Θάλειας Λογοθέτη, Κωνσταντίνου Κώνστα, Νικολάου Νικολόπουλου.
δ Στη Νέα Σμύρνη τις οικογένειες Πολύμνιας Λογοθέτη-Σέρβη, Νικολάου Τριανταφύλλου, Νικολάου Γιαννάκη, Δημητρίου Πασχαλίδη, Αλεξάνδρου Καράλη.
δ Στον Πειραιά-Ν. Φάληρο τις οικογένειες Κωνσταντίνου Μεζά, Ιωάννου Γιαννίδη, Παύλου Καλημέρη, Κωνσταντινίδη, Παπαδόπουλου, Πασχάλη Χριστοφόρου, Βασιλείου Αθανασίου, Πασχάλη Καμαρινού, Χρήστου Καρανίκη, Γεργίου Κοντονικολάου, Ευστράτιου Παπαντωνίου, Κωνσταντίνου Ιερομνήμονος, Κωνσταντίνου Φραντζή, Νικήτα Σμαράγδα, Σαμιώτη κ.α.
Όμως και σ’ άλλες συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά θα συναντήσουμε μεμονωμένους Νισύριους, εργένηδες ως επί το πλείστον, αλλά και φοιτητές, οι οποίοι επέλεγαν για τη διαμονή τους δωμάτια σε περιοχές κοντά στα σχολεία φοίτησής τους.

Για ό,τι αφορά τους φοιτητές, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, μπορεί τα προβλήματα στέγασης που αντιμετώπιζαν, να μην είχαν την ίδια έκταση, την ίδια οξύτητα με αυτή των οικογενειών, ούτε και οι απαιτήσεις τους ήταν μεγάλες. Ένα δωμάτιο, με ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, έστω και ένα ντουλάπι ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Όμως η εν γένει διαβίωσή τους δεν ήταν ούτε ρόδινη, ούτε απροβλημάτιστη. Η αυτοεξυπηρέτηση, στην οποία υποχρεωτικά υποβάλλονταν, τόσο για το άτομό τους, όσο και για το χώρο της διαμονής τους, δεν ήταν καθ’ όλου εύκολη υπόθεση, όταν μάλιστα επρόκειτο για άτομα, που λίγο καιρό πριν για όλα αυτά άλλοι φρόντιζαν. Αλλά και η σίτισή τους ήταν απόλυτα εξαρτημένη από το περιεχόμενο του πορτοφολιού τους, που συνήθως ήταν περιορισμένο και ανεπαρκές. Γι’ αυτό τη λύση στο φαγητό έδιναν συνήθως τα Νισυριακά εστιατόρια, σε κεντρικά σημεία της Αθήνας, όπου οι συμπατριώτες τους τούς παρείχαν πίστωση, ωσότου φτάσει το τσέκχι από τη Νίσυρο.
Γνωστή όλη αυτή η κατάσταση πίσω στο σπίτι στη Νίσυρο, γι’ αυτό και δεν παρέλειπε σε κάθε ευκαιρία να στέλλει το «αποδοσίμι», με ό,τι μπορούσε αυτό να περιέχει. Να τι γράφει σχετικά ο Νικήτας Σακελλαρίδης, στο βιβλίο του «Η Διακονία μου»:
δ Τα πρώτα χρόνια της εργένικης ζωής μας, μέναμε με τον Κώστα Μούρα στο ίδιο δωμάτιο, σε μια πάροδο της Καλλιδρομίου, οδός Τηλεμάχου 11. Τα οικονομικά μας τότε ήσαν περιορισμένα και γι ‘ αυτό με μεγάλη ευχαρίστηση εδεχόμαστο τα «γκλεούδια», που μας έστελλαν από τη Νίσυρο. Πολλές φορές μας έστελλαν μυλλερό με λουκάνικα, που αντικαταστούσαν, κατά κάποιο τρόπο, το φαγητό μας. Θυμάμαι κάποτε, που μας έστειλαν λουκάνικα και τα ψήσαμε στο δωμάτιό μας. Βάλαμε χαρτιά στη λεκάνη, που πλυνόμασταν και αρχίσαμε το ψήσιμο. Το λίπος όμως έτρεχε πάνω στα χαρτιά και όταν εκαίοντο εσχημάτιζαν μια μαύρη λάσπη, που κολλούσε στο εμαγιέ της λεκάνης και δεν εκαθάριζεν εύκολα. Αντικρίσαμε βέβαια, τις φωνές της κυράς Αναστασίας, της σπιτονοικοκυράς μας, αλλά τις εξουδετερώσαμε με ένα μικρό φιλοδώρημα, γιατί ήτον αρκετά παραδόπιστη.
Στήνονταν λοιπόν εδώ κι εκεί τα σπιτικά, η κάθε οικογένεια δρομολογούσε το νοικοκυριό της, χάραζε την πορεία της και το μεροκάματο άρχιζε να πέφτει , με συνθήκες όμως δουλειάς, ιδιαίτερα στα πρώτα βήματα, καθ’ όλου ιδανικές. Oι Νισύριοι μετανάστες δεν διέθεταν ούτε εξειδικευμένες επαγγελματικές γνώσεις, ούτε τεχνική κατάρτιση, ούτε και ανάλογο μορφωτικό επίπεδο, στοιχεία που θα παρείχαν τη δυνατότητα προτίμησης ή επιλογής εργασίας. Είχαν όμως την ικανότητα εύκολης προσαρμογής, αλλά και ανεπτυγμένην αντίληψη, η οποία τους βοήθησε ώστε, μέσα σε λίγο χρόνο να ανταποκρίνονται με επιτυχία και αποτελεσματικά στα καθήκοντα, που είχαν αναλάβει.

ΣΥΛΛOΓΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙOΤΗΤΑ
Στην πορεία του χρόνου ο αριθμός των Νισυρίων, που κατέφευγαν στην Αθήνα για τους λόγους, που προελέχθηκαν, ολοένα και μεγάλωνε. Μια άτυπη παροικία έπαιρνε διαστάσεις, με τα μέλη της άτομα έντιμα, εργατικά, φιλήσυχα, νομοταγή να χαίρουν της εκτίμησης και της αποδοχής του περιβάλλοντος, στο οποίο ο καθένας ζούσε. Όμως τους έλειπε η οργάνωση, ο συντονισμός.
Ζώντας μέσα στην αχανή μεγαλούπολη της Αθήνας, με την απεραντοσύνη των αποστάσεων, με τη δυσχερή μεταξύ τους επικοινωνία και συναναστροφή, ένιωθαν απόμακροι και απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο. Ένιωθαν την ανάγκη μιας συνάντησης με τους συμπατριώτες τους, με πρόσωπα δικά τους, σ’ ένα δικό τους περιβάλλον, που να έχουν τη δυνατότητα να πουν και να μάθουν νέα από την πατρίδα, να θυμηθούν τα παλιά, να αναπολήσουν τη ζωή στο νησί τους, εκεί που η σκέψη τους ήταν πάντα στραμμένη και μια ασίγαστη νοσταλγία τους βασάνιζε, για κάθε τι που άφησαν πίσω τους.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από την περιγραφή ενός γλεντιού, που οργάνωσαν οι νέοι της παροικίας, στην Αθήνα :
δ …Ταξιδευτής ονειροπόλος ο νους μας, μας έφερε σαν αίθριο όνειρο στο καταπράσινο νησί μας. Αναζητήσαμε νοερά παλιές αξέχαστες στιγμές ευτυχίας, φέραμε ανάμεσά μας τη Νίσυρο με τα γλυκά τραγούδια της, με τους περίφημους σκοπούς της και τους γεμάτους από χάρη χορούς της. O πόνος της νοσταλγίας ξεγελάστηκε σ’αυτές τις λίγες στιγμές, μα αλλοίμονο! Η νύχτα πέρασε και ξημερώνει η μέρα. Η όμορφη γιορτή τελείωσε. Η βιοπάλη με τα δικαιώματά της σβήνει το όμορφο όνειρο, ενώ ο πόνος της νοσταλγίας για την αγαπημένη μας Νίσυρο γίνεται πιο δυνατός…
Δύσκολες οι συνθήκες επικοινωνίας και με το νησί, με μόνο τρόπο την αλληλογραφία κι αυτή σε αραιά διαστήματα λόγω των συνθηκών συγκοινωνίας και το τηλεγράφημα σε περιπτώσεις ανάγκης. Μοναδική πηγή πληροφόρησης το ξενοδοχείο Γιαννίδη στον Πειραιά, όπου πάντα συναντούσε κανείς νεοφερμένους συμπατριώτες.
Καθώς περνούσε ο καιρός, οι άνδρες εντόπιζαν και σύχναζαν στα καφενεία της γειτονιάς, όπου περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους, αλλά και γνωρίζονταν και με άλλους ανθρώπους της περιοχής. Για τις γυναίκες όμως δε μπορούσε να ισχύσει το ίδιο, αφού οι συνθήκες της εποχές αλλά και οι παραδόσεις του νησιού τους τις ήθελαν κλεισμένες στο σπίτι, αλλά και απομονωμένες, αφού δυσεύρετο τότε το τηλέφωνο, ήταν προνόμιο των ολίγων.
Γι’ αυτό και αποφάσισαν να σπάσουν την απομόνωση με την ανταλλαγή επισκέψεων στα σπίτια. Είχαν μάθει να χρησιμοποιούν τα μέσα συγκοινωνίας και σχεδόν κάθε Κυριακή απόγευμα παρέες ολόκληρες επισκέπτονταν τα σπίτια, πότε της μιας και πότε της άλλης.

Ένα ατέλειωτο κουβεντολόϊ άρχιζε τότε με θέμα φυσικά τη Νίσυρο, με νοσταλγικές αναφορές σ’όλα όσα άφησαν πίσω, συζητήσεις για κάθε καινούργιο, που κάποια από την παρέα μάθαινε, αναφορές στα έθιμα και τις παραδόσεις κάθε εποχής και μέσα στο κουβεντολόϊ έφταναν και τα τραταρίσματα, με «τηανίτες», «χαλουβά» και «ξεροτήανα». Ήταν μερικά απ’ τα παραδοσιακά στοιχεία, που φρόντισαν να φέρουν μαζί τους και που αντικατόπτριζαν τον τρόπο ζωής τους στο νησί.
Απ’ τη μια μεριά λοιπόν είχαμε τη μοναξιά, τη δυσχέρεια επικοινωνίας, την απομόνωση. Κι απ’ την άλλη πρόβαλλε προκλητική η παράδοση, που είχαν καθιερώσει οι άλλοι Νισύριοι της διασποράς, ιδρύοντας τοπικούς συλλόγους στην Αλεξάνδρεια, στην Πόλη, στην Αμερική… περνώντας ευχάριστες ώρες συσπειρωμένοι γύρω τους. Δε μπορούσε λοιπόν παρά να ξεπηδήσει και εδώ η ιδέα της ίδρυσης Συλλόγου των Νισυρίων της Αθήνας.
Πρώτα-πρώτα η ιδέα ξεκίνησε σαν μια ευχή και άρχισε να συζητείται σε επίπεδο καφενείου. Σιγά-σιγά όμως το θέμα άρχισε να παίρνει ευρύτερες διαστάσεις, να συζητείται πιο σοβαρά, να ανταλλάσσονται απόψεις, να συγκεντρώνονται στοιχεία, σε σημείο, που όλα έδειχναν πως το θέμα είχε πια ωριμάσει, ώσπου έφτασε η 8η Μαρτίου 1920 ημέρα ιστορική για την παροικία. Την ημέρα αυτή μια ομάδα 34 ατόμων συγκεντρώθηκαν σε κατάστημα συμπατριώτη τους στην οδό Προαστίου και μετά από πολύωρες συζητήσεις γύρω από το θέμα αυτό, κατέληξαν στην απόφαση να ιδρυθεί και στην Αθήνα Σύλλογος, κατά το πρότυπο του Συλλόγου των Νισυρίων Αμερικής «Γνωμαγόρα», του οποίου θα αποτελεί παράρτημα και θα φέρει και το ίδιο όνομα. Όνομα ιστορικό, που ανήκει στον ηρωικό Νισύριο Ναυμάχο Γνωμαγόρα, ο οποίος πολέμησε κατά τον 4ο π.χ. αιώνα στο πλευρό Ροδίων Ναυάρχων ενάντια στους πειρατές του Αιγαίου και για τον ηρωισμό και την όλη δράση του τιμήθηκε με χρυσό στεφάνι και άλλες τιμητικές διακρίσεις από τη βουλή των Ροδίων. Συνεστήθηκε τότε και προσωρινή διοικούσα επιτροπή, από τους Ιωάννη Σακελλαρίδη, Μιχαήλ Παρθενιάδη, Γεώργιο Τραμπούλη, Μιχαήλ Καμαρινό, Ζαχαρία Ζαχαριάδη, Ιωάννη Καμπαλούρη και Πασχάλη Χριστοφόρου, επιφορτισμένη με την υποχρέωση να προβεί στη σύνταξη Καταστατικού, να προβεί στις αναγκαίες διαδικασίες για την προώθησή του προς έγκριση, να φροντίσει για την εγγραφή μελών και για ό,τι άλλο χρειαζόταν, ώστε ο Σύλλογος να αρχίσει τη λειτουργία του. Πέρασε όμως ένας χρόνος χωρίς να σημειωθεί καμιά απολύτως πρόοδος, αφού τα μέλη της επιτροπής, όπως δήλωναν, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων δεν μπόρεσαν να απασχοληθούν με τα θέματα του Συλλόγου. Όπως ήταν επόμενο, η κωλυσιεργία αυτή δημιούργησε κλίμα δυσφορίας και τις διαμαρτυρίες των άλλων μελών, τα οποία ανυπομονούσαν να δουν το νέο Σύλλογο να αρχίσει να λειτουργεί και να δρομολογείται. Και μπρος στον κίνδυνο να ναυαγήσει η προσπάθεια, αποφάσισε να δράσει η νεολαία της παροικίας, με επικεφαλής φοιτητές, οι οποίοι πήραν την υπόθεση στα χέρια τους. Με πραξικοπηματικό τρόπο καθαίρεσαν την προηγούμενη προσωρινή επιτροπή, συγκάλεσαν Γεν. Συνέλευση, η οποία συνήλθε ακριβώς ένα χρόνο μετά από την πρώτη, στις 8 Μαρτίου 1921 και όρισε νέα επιτροπή αποτελούμενη από τους Πασχάλη Χριστοφόρου, Μιχαήλ Τσατσαρώνη, Μιχαήλ Καμαρινό, Γεώργιο Παρθενιάδη, Κωνσταντίνο Μούρα, Ιωάννη Παρθενιάδη και Νικήτα Σακελλαρίδη, από τους οποίους οι περισσότεροι ανήκαν στην ομάδα των πραξικοπηματιών.
Η νέα επιτροπή επιδόθηκε αμέσως στο έργο της, με πρώτη ενέργεια τη σύνταξη Καταστατικού το οποίο εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ.752/28-4-1921 πράξη του Πρωτοδικείου της Αθήνας.
Σύμφωνα με το Καταστατικό, ο νέος Σύλλογος ονομάζετο «Αγαθοεργός Σύλλογος Νισυρίων Αθηνών Πειραιώς ο ΓΝΩΜΑΓOΡΑΣ», ημερομηνία ίδρυσης του ήταν η 8η Μαρτίου 1921 και σκοπός του ήταν «η ηθική υποστήριξις των μελών του και εν γένει των Νισυρίων, η προστασία και η προαγωγή των ηθικών και υλικών συμφερόντων αυτών και η ανάπτυξις του πνεύματος πατριωτικής αλληλεγγύης».
Αμέσως άρχισαν οι διαδικασίες για εγγραφή νέων μελών, και για την προετοιμασία της σύγκλησης της νέας Γεν. Συνέλευσης, η οποία συνήλθε στις 30 Oκτωβρίου του ίδιου χρόνου στο Δημοτικό θέατρο της Αθήνας. Στη Συνέλευση επεκράτησε κλίμα οξύτητας και αντεγκλήσεων, αφού τα μέλη της αρχικής επιτροπής εξεδήλωσαν την οργή τους, χαρακτηρίζοντας την καθαίρεσή τους ως διασυρμό και προσβολή, αλλά και ασέβεια των νεαρών, που την επεχείρησαν, χωρίς να σεβαστούν την ηλικία τους και την προσφορά τους. Χρειάστηκε λοιπόν προσπάθεια ωσότου ηρεμήσουν τα πνεύματα και δοθούν εκατέρωθεν εξηγήσεις και στο τέλος εκλέχτηκε το πρώτο αιρετό διοικητικό συμβούλιο του νέου Συλλόγου, αποτελούμενο από τους Γεώργιο Τραμπούλη Πρόεδρο, Πασχάλη Χριστοφόρου Αντιπρόεδρο, Νικήτα Σακελλαρίδη Γεν. Γραμματέα, Μιχαήλ Καμαρινό Ταμία, και τους Κωνσταντίνο Μούρα, Μιχαήλ Τσατσαρώνη και Γεώργιο Παρθενιάδη μέλη.
Σκόπιμο κρίνεται να αναφερθεί ότι, ο Σύλλογος Νισυρίων Αθηνών ΓΝΩΜΑΓOΡΑΣ ήταν ο τέταρτος κατά σειρά Δωδεκανησιακός Σύλλογος, που ιδρύετο στην Αθήνα, μετά το Σύλλογο Καρπαθίων «η Εργάνη» (1895), τον «Κοινωνικό Σύλλογο Συμαίων ο Πανορμίτης» (1916) και τον «Σύνδεσμον Απανταχού Αστυπαλαίων η Παναγία η Πορταϊτισσα» (1919).
Νόμιμος, κατά πάντα, ο νέος Σύλλογος, άρχισεν αμέσως δράση. Φρόντισε να συσπειρώσει γύρω του όλα σχεδόν τα μέλη της παροικίας, έθεσε σε εφαρμογή προγράμματα, με στόχο, μεταξύ άλλων, τη συμπαράσταση και βοήθεια σε όσους είχαν ανάγκη, την ομαλή προσαρμογή των νεοφερμένων, την τόνωση του ηθικού τους, ενώ παράλληλα δημιουργούσε ευκαιρίες για συναθροίσεις, ψυχαγωγικές εκδηλώσεις, αναβίωση των τοπικών εθίμων και παραδόσεων και γενικά εκδηλώσεις, που θα μπορούσαν να αμβλύνουν και να απαλύνουν τη νοσταλγία τους. Παράλληλα ο Σύλλογος φρόντιζε να ανταποκρίνεται και στην αγαθοεργό αποστολή του, με πρώτη χειρονομία την προσφορά μεγάλου χρηματικού ποσού στον έρανο για την αποκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής, στην οποία προσφορά μάλιστα, αναφέρθηκε με επαινετικά σχόλια ο Αθηναϊκός τύπος.
Με την πάροδο του χρόνου, τα εκάστοτε διοικητικά συμβούλια του «Γνωμαγόρα», συναγωνίζονταν στο να μπορέσει ο Σύλλογος να ανταποκριθεί πιο αποτελεσματικά στην αποστολή του, να συμπαρασταθεί στα προβλήματα και στις ανάγκες των μελών του και να συμβάλει, ώστε η παροικία να εδραιωθεί σε υγιείς και σταθερές βάσεις.
Και μ’ αυτή του τη δραστηριότητα ο Σύλλογος ανεδείχθη άξιος ηγετικός φορέας της Παροικίας, προσελκύοντας γύρω του όλα τα μέλη της και ιδιαίτερα κάθε νεοφερμένο συμπατριώτη. Γιατί κάτω από τη στέγη του «Γνωμαγόρα», όλοι τους ζούσαν μια ζεστή ατμόσφαιρα, μέσα σε συμπατριωτικό περιβάλλον, ανάμεσα σε πρόσωπα γνωστά και οικεία, συζητούσαν με εμπιστοσύνη τα προβλήματά τους και εύρισκαν ειλικρινή ανταπόκριση.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα και σε ατμόσφαιρα κατάνυξης, γιορτάστηκε, για πρώτη φορά στην Αθήνα και υπό την αιγίδα του «Γνωμαγόρα», η μνήμη του Νεομάρτυρος Αγίου Νικήτα του Νισυρίου, με τη συμμετοχή όλων των μελών της Νισυριακής παροικίας. O εορτασμός έγινε με πρωτοβουλία του τότε Αρχιμανδρίτου και μετέπειτα Μητροπολίτου Κώου Εμμανουήλ (Καρπάθιου), στις 21 Ιουνίου 1932, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 200 χρόνων από το μαρτύριο του Αγίου. Περιελάμβανε τέλεση Θείας Λειτουργίας και μετά εκδρομή και συνεστίαση στην «αμμώδη εξοχικήν περιοχήν της Βουλιαγμένης». Και από τότε καθιερώθηκε ο επίσημος εορτασμός κάθε χρόνο της μνήμης του Αγίου, ο οποίος σήμερα τελείται από όλες τις ανά τον κόσμο Νισυριακές παροικίες.
Εκτός από το ενδιαφέρον και τη φροντίδα για τα μέλη του, ο «Γνωμαγόρας» άρχισε να αναπτύσσει σχέσεις και με τους άλλους Δωδεκανησιακούς Συλλόγους, να μετέχει σε συσκέψεις για θέματα κοινού ενδιαφέροντος, να μετέχει ενεργά σ’ όλες τις κινητοποιήσεις για το λεγόμενο Δωδεκανησιακό ζήτημα, να βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή σε κάθε διαδήλωση, με αίτημα την απελευθέρωση των σκλαβωμένων Δωδεκανησίων και να διατυπώνει πάντα προτάσεις και εισηγήσεις εποικοδομητικές και ρεαλιστικές. Και ήταν ο «Γνωμαγόρας» ο πρώτος Σύλλογος που διέγνωσε την ανάγκη και εισηγήθηκε να δημιουργηθεί ένα όργανο, που θα συντονίζει όλες αυτές τις κινητοποιήσεις και θα μεταφέρει σε κάθε αρμόδια αρχή, αλλά και να ενημερώνει τη διεθνή κοινή γνώμη, για τα δεινοπαθήματα των καταπιεζομένων Δωδεκανησίων. Και η εισήγηση αυτή αποτέλεσε τη βάση, για να ιδρυθεί «Κεντρική Δωδεκανησιακή Επιτροπή» με πρώτο Πρόεδρο τον γνωστό Δωδεκανήσιο αγωνιστή, το γιατρό Σκεύο Ζερβό. Η επιτροπή αυτή υπήρξεν ο προάγγελος της Oμοσπονδίας των Δωδεκανησιακών Σωματείων της Αθήνας-Πειραιά, που λειτουργεί σήμερα.
Μπορεί ο «Γνωμαγόρας» να είχε επεκτείνει τις δραστηριότητές του και σε γενικότερα δωδεκανησιακά θέματα, όμως στις πρώτες προτεραιότητές του είχε θέσει από τα πρώτα του βήματα, την ιδιαίτερη πατρίδα Νίσυρο, προς την οποία η φροντίδα του ήταν αδιάπτωτη και το ενδιαφέρον του αμέριστο. Εκεί είχε πάντα στραμμένο το αυτί του, πρόθυμος να προσφέρει και να συμπαρασταθεί σε κάθε παρουσιαζομένη ανάγκη.
O Σύλλογος «Γνωμαγόρας» ιδρύθηκε από Νισυρίους, προερχομένους από το Μανδράκι, την πρωτεύουσα του νησιού και το παράδειγμά του ακολούθησαν και οι προερχόμενοι από τα άλλα δυο χωριά, τα Νικιά και τον Εμπορειό, οι οποίοι ίδρυσαν αντίστοιχα τους Συλλόγους, τον «Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο» το 1927 και την «Παναγία Θερμιανή» αργότερα, με σκοπούς και επιδιώξεις ταυτόσημες με του «Γνωμαγόρα».
Υπήρξαν περιπτώσεις που η δράση των τριών Συλλόγων ήταν κοινή και συντονισμένη, συνήθως όμως επικρατούσαν τοπικιστικής φύσεως αντιλήψεις, που οδηγούσαν σε κινήσεις μεμονωμένες και ανεξάρτητες. Εκείνο, που σε καμιά περίπτωση δε μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι το ζωηρό ενδιαφέρον, με το οποίο ο κάθε Σύλλογος ανταποκρινόταν στα αιτήματα και στις ανάγκες του ιδιαιτέρου χώρου από τον οποίο προερχόταν. Και υπάρχουν πάμπολλα δείγματα αυτού του ενδιαφέροντος, όπως ανέγερση κτηρίων, οικονομικές ενισχύσεις, μισθοδοσία γιατρών και διδασκάλων, οργανωτικά θέματα παιδείας, υγείας, συγκοινωνιών, καλλιεργειών, αξιοποίηση πλουτοπαραγωγικών πηγών κ.α.
Μια από τις πρώτες κοινές εκδηλώσεις των Συλλόγων ήταν η εκδρομή στη Νίσυρο, που με, πρωτοβουλία του «Γνωμαγόρα», οργανώθηκε το Δεκαπενταύγουστο του 1935. Oι συμπατριώτες τους, μόνιμοι κάτοικοι του νησιού, επιφύλαξαν τότε θερμή υποδοχή στους εκδρομείς, ενώ ο Λιμενικός Σύλλογος «Άγιος Σάββας» έδωσε προς τιμή τους χοροεσπερίδα, κατά την οποία και σε ανταπόδοση, ο «Γνωμαγόρας» πρόσφερε ποσό 21.000 Δραχμών, υπέρ της προσπάθειας για επέκταση του λιμανιού. Στο τέλος του γλεντιού ακολούθησε πορεία, με τραγούδια στο Λαγκάδι, όπως το απαιτούσε η παράδοση.
Όπως διαβάζομε σε περιγραφές εκείνης της εκδρομής, εκτός από τα καλωσορίσματα, οι εκδρομείς δέχτηκαν και πολλά παράπονα, γιατί, λέει, ξέχασαν τις Νισυριές νύμφες και βιάστηκαν να παντρευτούν ξένες.
`Oσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο ο «Γνωμαγόρας» διεύρυνε τις δραστηριότητές του, η φήμη του και ο δυναμισμός του συζητιόνταν σε ευρύτερους κύκλους και με επαινετικά σχόλια, με αποτέλεσμα το κύρος του και το γόητρό του ολοένα να ανυψώνονται, σε σημείο μάλιστα, που να αποκαλείται από το Δωδεκανησιακό τύπο ως ο Πρύτανης των Δωδεκανησιακών Συλλόγων, και να εγγραφεί στον κατάλογο των επίσημων προσκαλουμένων στις εκδηλώσεις του Δήμου Αθηναίων, αλλά και άλλων δημόσιων οργανισμών. Επακόλουθο του καλού αυτού ονόματος και της φήμης του ήταν να κληθεί ο Σύλλογος για να μετάσχει στο διοικητικό συμβούλιο της «Κοινής των Αλυτρώτων και Προσφύγων Επιτροπείας», που τελούσε υπό την αιγίδα του Κράτους. Χαρακτηριστικό επίσης της φήμης αλλά και των δυνατοτήτων του Συλλόγου, αποτελεί το γεγονός ότι, δεχόταν αιτήματα από Δωδεκανησιακούς Συλλόγους του εξωτερικού, προκειμένου να μεσολαβήσει στις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες για την επίλυση προβλημάτων, που αντιμετώπιζαν.

ΠOΛΕΜΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠOΛΕΜΙΚΑ ΧΡOΝΙΑ
Και ενώ όλα έβαιναν κανονικά, η παροικία είχε πια βρει τον κανονικό της ρυθμό, το επίπεδο των μελών της βρισκόταν σε πορεία ανοδική και πολλά απ’αυτά διακρίνονταν στον κύκλο των απασχολήσεών τους, τότε ακριβώς ξέσπασε ο πόλεμος. Ένας πόλεμος κατά της Μητέρας Πατρίδας, η οποία ούτε τον επεδίωξε, ούτε τον προκάλεσε, ούτε και ήταν προετοιμασμένη γι’ αυτόν. Oύτε όμως και ήταν δυνατό να μην αντιδράσει στα ύπουλα σχέδια του εχθρού. Απηύθυνε λοιπόν εγερτήριο σάλπισμα στα παιδιά της, καλώντας τα σε βοήθεια. Κι ανάμεσα στους πρώτους, που έσπευσαν να ανταποκριθούν, ήταν οι Δωδεκανήσιοι της Αθήνας. Αυτό το γνήσιο κομμάτι του Ελληνισμού, που ο κατακτητής θέλησε να το αποκόψει από τον Εθνικό κορμό. Γι αυτό και τώρα είδαν τον πόλεμο ως ευκαιρία για να στραφούν εναντίον του και να πάρουν εκδίκηση, για όλα, όσα υπέφεραν εξ αιτίας του, τα σκλαβωμένα αδέλφια του. Κι ενώ δεν είχαν καμιά υποχρέωση, ως «ξένοι υπήκοοι», εν τούτοις έσπευσαν να καταταγούν ως εθελοντές, για να βοηθήσουν την Πατρίδα.
Παρόντες, φυσικά σ’ αυτό το προσκλητήριο και οι Νισύριοι της Αθήνας.
Εξηνταεπτά (67) άτομα, όλοι νέα παιδιά, φοιτητές, σπουδαστές, εργαζόμενοι, αλλά και πτυχιούχοι, δε δίστασαν να εγκαταλείψουν τις ασχολίες τους, τις οικογένειές τους, τις υποχρεώσεις τους, θεωρώντας ως ύψιστη υποχρέωση, το χρέος προς την Πατρίδα.
Ενταγμένοι, λοιπόν, όλοι στο Σύνταγμα εθελοντών Δωδεκανησίων, έφυγαν για το μέτωπο. Κι ενώ εκείνοι πολεμούσαν τον κοινό εχθρό, πίσω οι οικογένειές τους και όλα τα άλλα μέλη της παροικίας έζησαν, μαζί με τον άλλο πληθυσμό της πρωτεύουσας, τις φοβερές μέρες των βομβαρδισμών, της πείνας, των στερήσεων αλλά και του φόβου για το τι μέρα θα ξημέρωνε.
‘Όσον αφορά το «Γνωμαγόρα», αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία του, αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, ακολουθώντας τη μοίρα των άλλων Συλλόγων, υπό το καχύποπτο μάλιστα βλέμμα των αρχών ασφαλείας, λόγω προέλευσης των μελών τους από τα Ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα. Και την απάντηση βέβαια την πήραν από τα ίδια τα μέλη, με την εθελοντική κατάταξή τους στο στρατό.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά την αναστολή των εργασιών, ο «Γνωμαγόρας» διατηρούσε την εγκυρότητα της υπογραφής του και με τη γνωστή φήμη αλλά και τις διασυνδέσεις του, επιτελούσε μια εξαιρετικής σημασίας αποστολή. Εφοδίαζε τα μέλη του, με ειδικές αναγνωριστικές ταυτότητες, με την επίδειξη των οποίων διευκολύνονταν σε θέματα κυκλοφορίας, εξεύρεσης εργασίας, συνέχισης σπουδών, υγειονομικής περίθαλψης κ.λ.π. απαλλαγμένοι από τις περιπέτειες των έκρυθμων εκείνων εποχών.
Ευνόητο είναι πως σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου είχε διακοπεί κάθε επικοινωνία μεταξύ των μελών της παροικίας και των ανθρώπων τους, που ζούσαν στη Νίσυρο. Η αγωνία με την οποία περνούσαν τις μέρες τους και οι μεν και οι δε, είχε ξεπεράσει κάθε όριο, αφού κανένας δε γνώριζε την τύχη των δικών του. Γι αυτό και με τη λήξη του πολέμου η πρώτη φροντίδα των Νισυρίων της Αθήνας, όπως άλλωστε συνέβαινε και με τους άλλους Δωδεκανησίους, ήταν να ταξιδέψουν στη Νίσυρο για να συναντήσουν συγγενείς και φίλους. Καθόλου δεν τους εμπόδισε το ότι η συγκοινωνία ήταν ανύπαρκτη, καθόλου δεν τους επηρέασαν οι δυσμενέστατες συνθήκες του ταξιδιού. Χρησιμοποιώντας μικρά βενζινόπλοια, που εκτελούσαν μεταφορές διαφόρων ειδών, επιχειρούσαν ταξίδια πολυήμερα, με προσεγγίσεις σε νησιά των Κυκλάδων, ωσότου μπορέσουν να φτάσουν στη Νίσυρο.
Στο μεταξύ ο Σύλλογος ξανάρχισε το έργο του και προσπαθούσε να επανέλθει στις προ του πολέμου δραστηριότητές του. Τότε όμως έφτασε στ’ αυτιά του η φωνή από την πατρίδα, που περνούσε το στάδιο της ανασυγκρότησης και της επούλωσης των πληγών του πολέμου και ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια. Και ο «Γνωμαγόρας» έσπευσε πρόθυμα να επωμισθεί ευθύνες σοβαρές, προκειμένου να συμπαρασταθεί στις ανάγκες, που αντιμετώπιζε η Νίσυρος.
Πρώτη φροντίδα η υγεία και ιδιαίτερα των παιδιών, για τον έλεγχο της οποίας εστάλη στη Νίσυρο, με πρωτοβουλία του «Γνωμαγόρα», κλιμάκιο γιατρών, με επικεφαλής το μέλος του Συλλόγου και Υφηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Περικλή Καλογήρου. Τα αποτελέσματα όμως από την εξέταση ήταν ανησυχητικά, αφού σε μεγάλο αριθμό παιδιών ήταν εμφανέστατες οι συνέπειες από την πλημμελή διατροφή και την ασιτία του πολέμου.
Oι πληροφορίες αυτές σήμαναν συναγερμό στο Σύλλογο, ο οποίος έτρεξε, κτύπησε πόρτες, κινητοποιήθηκε και κατάφερε να λειτουργήσει στη Νίσυρο ενισχυμένο μαθητικό συσσίτιο κάθε Κυριακή, σ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής περιόδου, ενώ το καλοκαίρι λειτουργούσε μαθητική κατασκήνωση στο μοναστήρι της Κυράς, με συμμετοχή 300 παιδιών κάθε καλοκαίρι. Πρωτοπόρος στην προσπάθεια αυτή ήταν ο Πρόεδρος του «Γνωμαγόρα» Κώστας Μούρας, Διευθυντής τότε του Υπουργείου Παιδείας, μια θέση που τον βοήθησε, την ίδια εποχή, στο να φέρει σε πέρας μια ακόμα εξίσου σοβαρή προσπάθειά του, να οργανωθεί η παιδεία στη Νίσυρο και να επαναλειτουργήσουν τα ελληνικά σχολεία, ώστε να ξανακουστεί και πάλι ελεύθερα στο νησί η Ελληνική γλώσσα, μετά την αυστηρή απαγόρευση της διδασκαλίας της από τις Ιταλικές αρχές κατοχής.
Με το ίδιο ενδιαφέρον επεδίωξεν ο Σύλλογος και πέτυχε την ενεργοποίηση και άλλων ζωτικών τομέων, όπως η υγειονομική περίθαλψη, η συγκοινωνία, ο εφοδιασμός της αγοράς, η κρατική ενίσχυση των οικονομικά ασθενών, η οργάνωση των καλλιεργειών, η καταπολέμηση του δάκου, η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου με την εκμετάλλευση των ορυχείων ελαφρόπετρας και την εξαγωγή θειαφιού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κύριος αγοραστής των αποθεμάτων του θειαφιού ήταν η Αγροτική Τράπεζα, η οποία εξήγε μεγάλες ποσότητες για τις ανάγκες των ανά την Ελλάδα αμπελώνων. Και με ενέργειες του Μιχαήλ Παρθενιάδη, ως εκπροσώπου του Δήμου, συμφωνήθηκε όπως το εξαγόμενο θειάφι ανταλλάσσεται με άλλα τοπικά προϊόντα του τόπου προορισμού του. Και χάρη σ’ αυτή τη συμφωνία πλημμύρισεν η Νίσυρος από λάδι σταφίδες, σαπούνι, κρασί και άλλα προϊόντα της γης.
Σοβαρή προσπάθεια χρειάστηκε και για την επαναλειτουργία των Λουτρών, προσπάθεια για την επισκευή του κτηρίου, το οποίο εγκαταλείφθηκε με σοβαρές φθορές και σε πολλά σημεία ημικατεστραμένο από τους Ιταλούς, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν για την στέγαση του ορφανοτροφείου της Ρόδου, αλλά και για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας από τον Ελληνικό Oργανισμό Τουρισμού.
Κι ενώ καλύφθηκαν και οι δυο αυτές προϋποθέσεις, τροχοπέδη στη λειτουργία των Λουτρών αποτελούσε η έλλειψη συγκοινωνίας, αφού η περί τη Νίσυρο θαλάσσια περιοχή παρέμενε χαρακτηρισμένη ως ναρκοθετημένη και ως εκ τούτου το νησί ήταν απροσπέλαστο για τα πλοία της γραμμής. Κι εδώ η κατάσταση ήταν πολύ πιο σοβαρή και η αντιμετώπιση δύσκολη, όμως και ανυποχώρητες οι πιέσεις, που ασκούνταν από τα διοικητικά συμβούλια του «Γνωμαγόρα», ώσπου στο τέλος επήλθε η αποκατάσταση.

Το αποκορύφωμα όμως του ενδιαφέροντος των Νισυρίων της Αθήνας για τη γενέτειρά τους Νίσυρο ήταν ο ηλεκτροφωτισμός του νησιού, σε εποχές, που μόνο τα μεγάλα νησιά διέθεταν ηλεκτρικό ρεύμα. Και μαζί με τον ηλεκτροφωτισμό λειτούργησε και παγοποιείο για τις τοπικές ανάγκες, αλλά και αυτές των γύρω νησιών.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι, τις ενέργειες και τις αναγκαίες διαδικασίες για την εγκατάσταση του ηλεκτροφωτισμού τις είχε επωμισθεί ο «Γνωμαγόρας» Αθηνών, όμως η δαπάνη καλύφθηκε εξ ολοκλήρου από τον «Γνωμαγόρα» Αμερικής, ο οποίος, λόγω των ανώμαλων τότε συνθηκών επικοινωνίας, δεν είχε τη δυνατότητα ενεργού συμμετοχής στο στάδιο των αναγκαίων ενεργειών και διαδικασιών, όμως το ενδιαφέρον του ήταν αδιάπτωτο, ενώ προθυμότατα ανταποκρινόταν και συμμετείχε στις οικονομικές απαιτήσεις.
Εκτός από το ενδιαφέρον, που επέδειξεν ο Σύλλογος για την ιδιαίτερη πατρίδα Νίσυρο, αξιομνημόνευτη είναι η ουσιαστική συμμετοχή του σε θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος και ιδιαίτερα στα θέματα προετοιμασίας της επικείμενης, τότε, μετάπτωσης των Δωδεκανήσων από το ζυγό του ξένου κατακτητή στην αγκαλιά της Μητέρας Πατρίδας. Και αποτελεί τίτλο τιμής για το «Γνωμαγόρα» η ομολογία του τότε Νομικού Συμβούλου του Κράτους για τα θέματα της Δωδεκανήσου και μετέπειτα Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Μιχαήλ Στασινόπουλου, ότι στον καταρτισμό του ειδικού νομοθετικού πλαισίου, που θα εφαρμοζόταν στα νεοαπελευθερωθέντα Δωδεκάνησα, συνέβαλε καθοριστικά το εμπεριστατωμένο υπόμνημα, που του ενεχείρισε το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Νισυρίων Αθηνών «ο Γνωμαγόρας».
Oυσιαστικός όμως ήταν ο ρόλος του Συλλόγου και στη διαδικασία επιλογής του πρώτου Γενικού Διοικητή Δωδεκανήσου, θέση για την οποία και καθ’ υπόδειξη των αδελφών Νισυρίων της Αμερικής, δραστηριοποιήθηκε υπέρ του Νικολάου Μαυρή, ο οποίος τελικά και επελέγη
Στην πορεία του χρόνου και μέχρι σήμερα ο «Γνωμαγόρας» ακολουθεί με αμείωτο ρυθμό την ανοδική του πορεία, συνεχίζει να δραστηριοποιείται, να βρίσκεται στις επάλξεις και να αγωνίζεται προς όφελος της παροικίας και με το ενδιαφέρον πάντα στραμμένο προς τη Νίσυρο, να διατηρεί άριστες σχέσεις συνεργασίας και συμπόρευσης με τα άλλα Δωδεκανησιακά σωματεία, κατέχει δε περίοπτη θέση ανάμεσα σε άλλους συλλόγους των ίδιων σκοπών και των ίδιων επιδιώξεων.
Για πιο αποδοτική επίτευξη των σκοπών του, για πληρέστερη ενημέρωση τόσο των μελών του όσο και των ανά τον κόσμο συμπατριωτών, για την προβολή και υποστήριξη των αιτημάτων της Νισύρου, αλλά και για τη διάδοση στοιχείων της παράδοσης του νησιού, ο Σύλλογος έχει αναπτύξει και εκδοτική δραστηριότητα. Πρώτη έκδοσή του ήταν το περιοδικό «Νισυριακά Χρονικά», που κάλυψε τη δεκαετία του 1950. Ακολούθησε το 1977 η έκδοση της εφημερίδας «Νισυριακά Νέα», ενός εντύπου με πλούσια και ενδιαφέρουσα ύλη, που μέχρι σήμερα εκδίδεται ανελλιπώς ανά δίμηνο και αποτελεί συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη Νίσυρο και τα ξενιτεμένα παιδιά της.
Την ώρα, που γράφονται αυτές οι γραμμές ο « Γνωμαγόρας» συμπληρώνει 90 χρόνων ζωή, στη διάρκεια της οποίας έχει γράψει μια πλούσια ιστορία δράσης και προσφοράς, για την οποία έχει τιμηθεί με τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών. Επίσης ο Oικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος απένειμε στο «Γνωμαγόρα» το Αργυρούν Αναμνηστικόν Μετάλλιον του επίσημου εορτασμού των 600 χρόνων, από την ίδρυση, κατά τον 14ο αιώνα, της Ι. Μονής Παναγίας Σπηλιανής, που με πρωτοβουλία του «Γνωμαγόρα» και με την παρουσία του ιδίου του Πατριάρχου, έλαβε χώρα στη Νίσυρο, τον Αύγουστο του 2001.
Όμως και οι άλλοι Σύλλογοι, τόσο η «Παναγία Θερμιανή» όσο και ο «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος», είχαν αναπτύξει αξιόλογη δραστηριότητα στα χρόνια που πέρασαν. Επέδειξαν ενδιαφέρον για τα προβλήματα των μελών τους, συμπαραστάθηκαν στις ανάγκες τους, ενώ άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες τους για να υποδεχθούν και να περιθάλψουν κάθε νεοφερμένο, που χρειαζόταν τη βοήθειά τους. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, έσπευσαν, όπως και ο «Γνωμαγόρας», να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια και συμπαράσταση στα χωριά τους, που κι εκείνα πάλευαν για να αποκαταστήσουν τις ζημιές του πολέμου και να δρομολογήσουν σε νέες βάσεις τη ζωή των κατοίκων τους.
Όμως στην πορεία του χρόνου, οι καινούργιες γενιές εξεδήλωσαν απροθυμία συμμετοχής στα συλλογικά δρώμενα, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται φαινόμενα δυσλειτουργίας και στους δυο Συλλόγους. Η κατάσταση αυτή είχε ως συνέπεια ο Σύλλογος «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος» να διακόψει το 1977 τη λειτουργία του και τα μέλη του να ενταχθούν στις τάξεις του «Γνωμαγόρα», ενώ σοβαρή κάμψη παρατηρείται στις δραστηριότητες του Συλλόγου «Παναγία Θερμιανή».
Σήμερα η παροικία έχει διευρύνει τις δραστηριότητές της και έχει αναπτύξει ενδιαφέρον σε ευρύτερους πνευματικούς τομείς. Το 1961 ιδρύθηκε από ομάδα πνευματικών μελών της παροικίας, η Εταιρεία Νισυριακών Μελετών, με σκοπό τη συγκέντρωση, διάσωση και προβολή των στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς και της τοπικής παράδοσης του νησιού. Η Εταιρεία έχει να παρουσιάσει μέχρι σήμερα ένα πλούσιο 18τομο συγγραφικό έργο, το οποίο κοσμεί τις βιβλιοθήκες διεθνούς εμβέλειας πνευματικών ιδρυμάτων, τυγχάνει δε κάθε φορά ευμενούς υποδοχής και θετικών σχολίων από τους πολυάριθμους παραλήπτες του. Για το πλούσιο και αξιόλογο αυτό έργο και για την εν γένει δραστηριότητά της η Εταιρεία Νισυριακών Μελετών, η οποία τελεί υπό την Επίτιμη Προεδρία του Oικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, έχει τιμηθεί με τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών.

ΑΝOΔΙΚΗ ΠOΡΕΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡOΙΚΙΑΣ
Εκτός από τις δραστηριότητες, που ανέπτυσσαν οι Σύλλογοι, αξιόλογη και εντυπωσιακή ήταν η ποιοτική αναβάθμιση και η ανοδική πορεία, που παρετηρείτο ανάμεσα στα μέλη της παροικίας, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της δημιουργίας της. Πολλοί από τους επιστήμονες, που έπαιρναν το Πτυχίο τους από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, σταδιοδρομούσαν στην Αθήνα, αφού οι συνθήκες, στα Ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, δεν ευνοούσαν την άσκηση εκεί της επιστήμης τους. Έτσι ανάμεσα στους επιστήμονες, που έχει να παρουσιάσει η παροικία, από τα πρώτα της βήματα ως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, συναντούμε:
Γιατρούς:
• Το Νικόλαο Ανδριωτάκη, ο οποίος μετά το πέρας των μεταπτυχιακών σπουδών του στο Παρίσι και πριν από την εγκατάστασή του στην Κω παρέμεινε στην Αθήνα και έγραψε δυο πραγματείες, που αφορούσαν, η μια τη Χολέρα που τότε βρισκόταν σε έξαρση και η άλλη την οργάνωση και λειτουργία των Νοσοκομείων, με βάση τα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Την ίδια εποχή έδωσε επιστημονική διάλεξη στον «Παρνασσό» ο οποίος παρείχε βήμα μόνο σε πρόσωπα υψηλού επιστημονικού κύρους.
• Τον Περικλή Καλογήρου, ο οποίος μετά τις σπουδές του, κατετάγη το 1922 ως εθελοντής στο Στρατό και υπηρέτησε ως γιατρός στις επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα επιδόθηκε με ζήλο στην επιστήμη του και συνέγραψε επιστημονική διατριβή με τίτλο «Η νεοτέρα διαιτητική στη θεωρία και στην πράξη» έργο που, όπως έγραψε τότε ο τύπος «επέσυρε την προσοχή και το θαυμασμό του ιατρικού και επιστημονικού κόσμου και προσέφερε σημαντικάς γνώσεις, τόσο στους επιστήμονας ιατρούς, όσο και εις τους φοιτητάς της Ιατρικής Σχολής, πληρώσαν κενόν μέγα».
Το επιστημονικό αυτό έργο άνοιξε το δρόμο, για να αναγορευθεί Υφηγητής της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην έδρα της Παθολογίας και της Διαιτητικής. Παράλληλα με την πανεπιστημιακή έδρα, ο Καλογήρου ίδρυσε την ιδιωτική κλινική «Παναγία Σπηλιανή» στην οδό Ηπείρου.
• Τον Γεώργιο Παρθενιάδη, ο οποίος παρέμεινε για λίγο διάστημα στην Αθήνα και μετά ανεχώρησε για μόνιμη εγκατάσταση στην Αλεξάνδρεια, όπου πέραν της Ιατρικής, ανέπτυξε εθνική και πατριωτική δράση και ανεδείχθη ένα από τα πιο αξιόλογα και δραστήρια μέλη της εκεί ομογένειας.
• Το Γεώργιο Ιερομνήμονα, ο οποίος διέπρεψε ως Διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του Δημοτικού Νοσοκομείου της Αθήνας.
• Τον Αλέξανδρο Σίμπλη, ο οποίο πέρα από την ιατρική, ανεμείχθη στο ΕΑΜ και ανέπτυξε δράση κατά την Εθνική Αντίσταση.
• Το Σταύρο Σταυρινό, ο οποίος ίδρυσε και για πολλά χρόνια διηύθυνε Κλινική στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο ύψος της οδού Πανόρμου.
• Τον Κώστα Γιαννίδη, Παιδίατρο Διευθυντή της παιδιατρικής κλινικής του Τζαννείου Νοσοκομείου, στον Πειραιά.
• Τον Ιάκωβο Καζαβή, τον Κώστα Σαρρή, το Δημόκριτο Σακελλαρίδη, τον Πασχάλη Τσουκαλά κ.α.
Δικηγόρους:
• Τον Κωνσταντίνο Σταυρινό, τον Ιωάννη Παρθενιάδη, το Γεώργιο Λαμπάδη, ο οποίος επιστρατεύθηκε με το βαθμό του Λοχαγού και διορίστηκε ως Βασιλικός Επίτροπος στο Στρατοδικείο Αθηνών κατά την εκδίκαση εγκλημάτων πολέμου, το Βασίλη Παπακώστα, μετέπειτα Νομάρχη Σερρών, Δωδεκανήσου και Αθηνών, τον Αντώνιο Πληθίδη, πριν από την εγκατάστασή του στην Κω, το Σταύρο Σκούρτο κ.α.
Πολιτ. Μηχανικούς, Τοπογράφους, Εργολάβους:
• Το Ζαφείριο Σίμπλη, το Γεώργιο Χριστοφορίδη, το Γεώργιο Σακελλαρίδη, ιδρυτικό μέλος της τεχνικής εταιρείας « Εργοληπτική» Α.Ε. τον Κωνσταντίνο Παρθενιάδη, τον Πανάγο Σακελλαρίδη, τον Παντελή Γιαννιό, το Νικόλαο Βαγιάτη.
Γεωπόνους:
• Τον Ιωάννη Σίμπλη, τον Κωνσταντίνο Σακλαρίδη, το Χριστόφορο Σακελλαρίδη.
• Αρχαιολόγο-Έφορον Αρχαιοτήτων τον Νικόλαο Βερδελλή, στη σκαπάνη του οποίου οφείλετο μεγάλο μέρος από τις αρχαιότητες των Μυκηνών.
Oικονομολόγους:
• Τον Ιωάννη Καμπαλούρη, ορκωτό λογιστή, το Νικόλαο Νικολόπουλο, το Νικόλαο Γιαννάκη, τον Εμμανουήλ Τραμπούλη, το Γεώργιο Τραμπούλη.
Την ίδια εποχή άρχισαν να αποφοιτούν από το Πανεπιστήμιο οι πρώτοι εκπαιδευτικοί, μεταξύ των οποίων οι:
• Φιλόλογοι, Αγαμέμνων Παπαδόπουλος, Νικόλαος Σακελλαρίδης, Ιωάννης Κουρούνης, Νικόλαος Χατζηδημητρίου, Μάκης Κατσιματίδης, Γεώργιος Τραμπούλης (Γαλλικής Φιλολογίας).
δ Μαθηματικοί:
• Κλέαρχος Κουρούνης,
• Δημοσθένης Σακελλαρίδης,
• Κωνσταντίνος Πληθίδης.
δ Θεολόγοι:
• Εμμανουήλ Καρπάθιος, Πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, Αρχιμανδρίτης και μετέπειτα Μητροπολίτης Κώου,
• Αλέξανδρος Γεωργιάδης (ο Παπαλέξανδρος) Αρχιμανδρίτης και
• Ιωνάς Καβαζαράκης επίσης Αρχιμανδρίτης.
δ Διακεκριμένες επίσης θέσεις κατείχαν και οι :
• Κωνσταντίνος Κώνστας, Διευθυντής Τελωνείου Πειραιά και μετέπειτα Θεσσαλονίκης, ο οποίος έγραψε και το πρώτο βιβλίο που αναφερόταν σε θέματα οργάνωσης της Τελωνιακής υπηρεσίας, με τίτλο «Η Τέχνη του Διοικείν».
• Κωνσταντίνος Μούρας, Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας, θέση που του παρείχε τη δυνατότητα να επιλύει με ευχέρεια διάφορα προβλήματα, που απασχολούσαν την παροικία, αλλά και το Σύλλογο, του οποίου για πολλά χρόνια διετέλεσε Πρόεδρος.
• Μιχαήλ Παρθενιάδης, ο οποίος είχε δραστηριοποιηθεί στον Κλάδο των Ασφαλειών και ανέλαβε γενικός αντιπρόσωπος για την Ελλάδα της μεγάλης ασφαλιστικής εταιρείας ΑΑΧΕΝ του Μονάχου, ενώ αργότερα συνεργάστηκε και με τη γνωστή ασφαλιστική εταιρεία ΠΛΥΤΑ.
Μεγάλο όνομα στον τραπεζικό χώρο ήταν ο Κωνσταντίνος Μεζάς, ο οποίος έφτασε στην Αθήνα πτυχιούχος Oικονομικών Επιστημών της Μεγάλης του Γένους Σχολής και ανέλαβε την οργάνωση των Τραπεζών Λαϊκής, Βιομηχανίας, Πειραιώς και Αττικής. Στο τέλος ίδρυσε και την ιδιόκτητη Τράπέζα Μεζά, η οποία λειτούργησε μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή, η οποία την οδήγησε σε πτώχευση, οπότε ο Μεζάς ασχολήθηκε με το εμπόριο λαδιού.

Στον Τραπεζικό χώρο επίσης συναντούμε τους Νικήτα Σακελλαρίδη και Ιωάννη Γ. Σακελλαρίδη στη Λαϊκή, τους Απόστολο Χατζηδημητρίου και Ιωάννη Καραγιώργη στην Ελλάδος, τον Κώστα Σακελλαρίδη στην Αθηνών, το Γεώργιο Σίμπλη και Ιάκωβο Χατζηδημητρίου στην Εθνική, το Δημήτριο Παπακέντρη στην Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως, τον Αριστομένη Κατσιματίδη στην Αγροτική.
Διακεκριμένες θέσεις κατείχαν ακόμα και οι Νικήτας Σακελλαρίδης ως προϊστάμενος του πολιτικού γραφείου του Δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη, ο Νικόλαος Παρθενιάδης ως Γραμματέας του Δήμου Αθηναίων και ο Αλέξανδρος Κώνστας ως εκτελωνιστής στον Πειραιά.
Το έτος 1926 η παροικία μας είχε τη χαρά να υποδεχθεί στους κόλπους της τον πρώτο Αξιωματικό, με ρίζες Νισύρικες. Επρόκειτο για το Σημαιοφόρο του τότε Βασιλικού Ναυτικού Κωνσταντίνο Νικητιάδη, ο οποίος τον χρόνο εκείνο αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. `Ηταν ο άνθρωπος στον οποίο έγραφεν η μοίρα να τιμήσει το Ναυτικό, να δοξάσει την Ελλάδα και να γράψει χρυσές σελίδες ηρωισμού και αυτοθυσίας, ως Κυβερνήτης του Αντιτορπιλικού ΜΙΑOΥΛΗΣ, στις κατά θάλασσαν επιχειρήσεις κατά των Γερμανών, στο χώρο της Δωδεκανήσου. Η μοίρα όμως του επιφύλαξεν ακόμα να παραστεί ως ο πρώτος Ναυτικός Διοικητής Δωδεκανήσου, στην τελετή παράδοσης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Στη συνέχεια έγραψε μια λαμπρή πορεία και εξελίχθηκε μέχρι το βαθμό του Αντιναυάρχου.
Δυο χρόνια αργότερα, το 1928, μπήκε στην Ανωτάτη Σχολή Χωροφυλακής ο Νικόλαος Κοντορίνης, ο οποίος αργότερα επελέγει μεταξύ των πρώτων Αξιωματικών, που τοποθετήθηκαν στη Ρόδο μετά την απελευθέρωση και είχε τη μεγάλη τιμή να ηγηθεί του αγήματος απόδοσης τιμών κατά την τελετή παράδοσης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
Ένας άλλος χώρος στον οποίο επιδόθηκαν με επιτυχία τα μέλη της παροικίας ήταν αυτός των επιχειρήσεων. Μετά το Μεζά, για τον οποίο έγινε λόγος προηγουμένως, ένα ακόμα όνομα προστέθηκε στον επιχειρηματικό κόσμο του Πειραιά, αυτό του Ιωάννου Γιαννίδη. Το 1917 έφτασε από τη Νίσυρο και με τις οικονομίες που διέθετε αγόρασε το ξενοδοχείο «Ρόδος» κοντά στο λιμάνι, εκτιμώντας ότι, ο κόσμος που είχε αρχίσει να καταφτάνει μαζικά στον Πειραιά, από διάφορα μέρη της χώρας, θα αναζητούσε προσωρινή στέγη σε κοντινά ξενοδοχεία. Και πράγματι οι δουλειές του πήγαιναν πολύ καλά, γι αυτό σε λίγο καιρό έφερε στον Πειραιά και την υπόλοιπη οικογένειά του, ενώ προκειμένου να μεγαλώσει την επιχείρηση, πούλησε το «Ρόδος» κι αγόρασε το ξενοδοχείο «Μητρόπολις», για να το αντικαταστήσει αργότερα με το γνωστό «Γαλλία» στην οδό Φίλωνος, του οποίου τη διαχείριση ανέλαβε ο πρωτογιός του Μήτσος.
Στην ίδια περιοχή, λειτουργούσαν, όπως προαναφέρθηκε, τα εστιατόρια δυο άλλων Νισυρίων, του Γεωργίου Κοντονικολάου και του Στράτου Παπαντωνίου. Εστιατόρια όμως λειτουργούσαν και στην Αθήνα, του Νικολάκη Σακελλαρίδη «Τα Σύννεφα» στη γωνία Σόλωνος και Εμμανουήλ Μπενάκη, του Θεόφιλου Τραμπούλη στη γωνία Σόλωνος και Oμήρου, του Ιωάννου Καφετζηδάκη το «Εθνικόν» στην οδό Θεμιστοκλέους, και του Ανδρέα Βρούζου στην ίδια περιοχή. Εκεί κατέφευγαν κυρίως οι εργένηδες Νισύριοι, αλλά και οι φοιτητές, για να τύχουν φροντίδας, ενδιαφέροντος, στοργής αλλά και κατανόησης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις, που το χαρτζιλίκι ήταν μειωμένο.
Φαίνεται πως η επιχείρηση «εστιατόριο» ήταν αποδοτική, αφού στον ίδιο επαγγελματικό χώρο λειτουργούσαν επίσης στη Ν. Σμύρνη το «Oινομαγειρείον» του Νικολάου Τριανταφύλλου και το κέντρο διασκέδασης «Φυστικιές» του Αλέξανδρου Καράλη, αλλά και στο Μοσχάτο η Ταβέρνα του Περδίκη, με αποκλειστικό μεζέ τη μαρίδα Φαλήρου.
Πολυσύχναστο όμως στέκι, για τους Νισυρίους αποτελούσε το καφενείο του Ιάκωβου Καφετζηδάκη, στην περιοχή Νεαπόλεως.
Καθόλου όμως αμελητέα, ούτε καν μειωμένη ήταν η δραστηριότητα, που ανέπτυξαν οι Νισύριοι της Αθήνας στον τομέα της βιομηχανίας – Βιοτεχνίας. Ένα τομέα με απαιτήσεις τεχνικές και οικονομικές, με γνώση της αγοράς, με εμπειρία και γνώση των αντικειμένων απασχόλησης. Όμως εκείνοι αποφάσισαν και τόλμησαν.
Πρωτοπόρος ήταν ο Εμμανουήλ Σιλβέστρος, ο οποίος περί το 1920, ίδρυσε με τον αδελφό του Κωνσταντίνο ορυχαλκουργείο στην οδόν Ηφαίστου, όπου λειτουργούσαν και πρατήριο διάθεσης των προϊόντων τους.
Το 1923 ο Εμμανουήλ Σιλβέστρος, μετέφερε τις επιχειρήσεις του από την Κωνσταντινούπολη, ιδρύοντας στην Αθήνα, εργοστάσιο επεξεργασίας μαρμάρου. Η πορεία της επιχείρησης ήταν επιτυχής, με τα προϊόντα της να κατακτούν την ελληνική αγορά. O διάδοχος της επιχείρησης Αλέξανδρος Σιλβέστρος επεξέτεινε τις δραστηριότητές της και στον τομέα της εξόρυξης, με την εκμετάλλευση νταμαριών σε διάφορες περιοχές της χώρας. Η επιχείρηση παραμένει ανθηρά μέχρι σήμερα στα χέρια του Νικολάου Σιλβέστρου, ο οποίος της προσέδωσε μεγαλύτερη διάσταση, διαθέτοντας τα προϊόντα της και σε διεθνείς αγορές.
Λίγα χρόνια μετά έκαμαν την εμφάνιση τους, με καλό όνομα στην ελληνική αγορά τα προϊόντα του εργοστασίου συσσωρευτών (μπαταριών) του Αλέξανδρου Κώνστα, ενώ την ίδια εποχή ένα άλλο εργοστάσιο των αδελφών Καπίτη διακινούσε στην αγορά μεταλλικά οικιακά σκεύη και αργότερα είδη ξενοδοχειακού εξοπλισμού.
Oι αδελφοί Εμμανουήλ και Νώτης Νικητιάδης, προχώρησαν σε ένα άλλο τομέα, ιδρύοντας εργοστάσιο κατασκευής επίπλων, τα οποία μάλιστα είχαν κατακτήσει μεγάλο μέρος της αγοράς, ενώ στις εκθέσεις τους παρατηρείτο πάντα συνωστισμός.
Κι αμέσως μετά τον πόλεμο δημιουργήθηκε ο Κολοσσός των επιχειρήσεων ΕΡΜΗΣ-ΕΡΜΗΧΡΩΜ των αδελφών Γιαννίδη. Μια επιχείρηση, που ξεκίνησε από το Νίκο Γιαννίδη, με την αγορά και μεταπώληση φύλλων πισσόχαρτου και με τη διορατικότητα, που τον διέκρινε, προέβλεψε το ενδιαφέρον που υπέκρυπτε μια τέτοια επιχείρηση. Ξεκίνησε λοιπόν την επιχείρηση, με τη συνεργασία των αδελφών του Αρμόδιου και Σταύρου, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σήμερα ένας όμιλος 12 επιχειρήσεων παραγωγής χρωμάτων, μονωτικών, ασφαλτικών, πισσόχαρτων κ.λ.π. με κέρδη, που κατέταξαν την επιχείρηση μια από τις 100 πιο κερδοφόρες της χώρας.
Κι αυτή η οικονομική άνθιση έδωσε τη δυνατότητα στους αδελφούς Γιαννίδη να αναδειχθούν μεγάλοι ευεργέτες, τόσο της γενέτειράς τους Νισύρου, όσο και του Δήμου Μοσχάτου, από τον οποίο ξεκίνησαν τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους.
Μια ακόμα βιομηχανία, της οποίας τα προϊόντα κυκλοφορούν ευρύτατα στην αγορά, τόσο την εγχώρια, όσο και σ’αυτή των γειτονικών μας χωρών, είναι η βιομηχανία επιτραπέζιων ηλεκτρικών οικιακών συσκευών «ΒOΥΛΚΑΝO» του Κώστα Τραμπούλη και Υιών. Μια επιχείρηση που ξεκίνησε με δειλά βήματα, για να φτάσει σήμερα να λειτουργεί σε ιδιόκτητες άνετες εγκαταστάσεις, εξοπλισμένες με σύγχρονης τεχνολογίας όργανα και μηχανήματα και με απασχόληση εργατοτεχνικού προσωπικού σε ικανό αριθμό.
Πολλοί εξάλλου Νισύριοι ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Όλοι οι παλαιότεροι θα θυμούνται το Μικρό Μινιόν στα Χαυτεία, των αδελφών Λυτρωτή. Στην οδό Σοφοκλέους ο Νικόλαος Νικολόπουλος εμπορευόταν έλαια και λίπη, στην Ευρυπίδου ο Μιχαήλος Μίχαλος είχε την αντιπροσωπεία των υφασμάτων «Μέλισσα», οι αδελφοί Νικόλαος και Γεώργιος Χαλκιάς αντιπροσώπευαν τα πετρέλαια Β.Ρ., ο Μιχαήλ Βλαχάκης στέλεχος της Αμερικανικής Αγοράς, ο Ιωάννης Ζούνης και ο Παύλος Γεωργάκης εμπορικοί αντιπρόσωποι, ο Ξενοφών Τραμπούλης εμπορία υφασμάτων, ο Ασημίνης Κώνστας με είδη υγιεινής και θέρμανσης και με τη βιομηχανία θερμοσιφώνων SILVER, οι αδελφοί Καλημέρη με είδη ένδυσης και νεωτερισμού.

Η Νισυριακή παροικία της Αθήνας συνεχίζει μέχρι σήμερα να ακολουθεί πορεία ανοδική, ενώ δικαιούται να καυχάται και να υπερηφανεύεται, γιατί μέσα από τους κόλπους της έχουν αναδυθεί άτομα υψηλού κύρους και πνευματικού αναστήματος. Άτομα, που κατέκτησαν ύπατα αξιώματα κόσμησαν υψηλές θέσεις της δημόσιας ζωής και σφράγισαν με σημάδια ανεξίτηλα, τους χώρους ευθύνης τους, όπως:
δ Την Ακαδημία Αθηνών με τον Παύλο Σακελλαρίδη, Ακαδημαϊκόν, Πρύτανη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και δυο φορές Υπηρεσιακό Υπουργό.
δ Την Πανεπιστημιακή Κοινότητα με τους Αντώνη Αντάπαση και Ιωάννη Κ. Γιαννίδη Καθηγητές και Προέδρους της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πλειάδα άλλων μελών της παροικίας, που διαπρέπουν ως καθηγητές σε διάφορα Πανεπιστήμια.
δ Την Εκκλησία, που την κόσμησαν δυο φωτισμένοι Μητροπολίτες, ο Κώου Εμμανουήλ (Καρπάθιος) και ο Λαρίσης Θεολόγος (Πασχαλίδης).
δ Το Δικαστικό σώμα με τους ανώτατους δικαστικούς Ιάκωβο Πασχαλίδη και Νικόλαο Παπαϊωάννου.
δ Τις `Ενοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας, με τον ηρωικό Ναύαρχο Κωνσταντίνο Νικητιάδη, το στρατηγό Στυλιανό Κουκουράκη, τον Αντιναύαρχο – επίτιμον Υπαρχηγό ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνο Νικητιάδη, και στο Λ.Σ. τον Αντιναύαρχο Κωνσταντίνο Χαρτοφύλη, τον Υποναύαρχο Νικόλαο Καλύβα.
δ Τον χώρο της Πολιτικής με τους Βουλευτές-Υφυπουργούς Πάνο Καμμένο και Γιώργο Νικητιάδη.
δ Το Διπλωματικό Σώμα με τους Πρέσβεις Νικόλαο Καμπαλούρη και Γεώργιο Κώνστα.
δ Τους χώρους της επιστήμης και γενικά της απασχόλησης, τους οποίους υπηρετούν διακεκριμένοι επιστήμονες, έντιμοι επαγγελματίες, πολίτες νομοταγείς, εργατικοί και φιλότιμοι.
Κι η μάνα Νίσυρος, που από μακριά παρακολουθεί την πρόοδο των παιδιών της, θλίβεται μεν γιατί τα στερείται, όμως αισθάνεται περήφανη, γιατί τιμούν το όνομά της και γράφουν σελίδες Νισύρικου μεγαλείου, όπου κι αν βρίσκονται.

Σήμερα, παρά τη χαλάρωση των δεσμών, που συνέδεαν τα πρώτα μέλη της παροικίας με τη γενέτειρα Νίσυρο, παρά το γεγονός ότι οι καινούργιες Αθηνογεννημένες γενιές, έχουν ανατραφεί και εθιστεί σε διαφορετικούς τρόπους ζωής, η Νισυριακή παροικία της Αθήνας διατηρεί την παλιά της αίγλη και ζωντάνια, συνεχίζει τη δραστηριότητά της, φροντίζει να διατηρεί και να διασώζει, μέσω του Συλλόγου «Γνωμαγόρα», την τοπική μας παράδοση και την πολιτιστική μας κληρονομιά και να διαφυλάττει την καλή μαρτυρία και τη φήμη, που έχει αποκτήσει ως τώρα.
Η Νισυριακή παροικία της Αθήνας, που αριθμεί σήμερα περί τις 600 οικογένειες, αποτελεί ένα ακμαίο και δραστήριο κομμάτι της ευρύτερης Δωδεκανησιακής παροικίας και μια οργανωμένη Κοινότητα, με στόχους υψηλούς, με πνεύμα εκσυγχρονισμένο, όπου απαιτείται και με αρχές προσαρμοσμένες στα ιδανικά της Φυλής μας και στις τοπικές παραδόσεις μας. Τα μέλη της είναι άτομα φιλήσυχα, πειθαρχημένα, με πνευματικές ανησυχίες και με έφεση προς την πρόοδο και την επιτυχία. Γι αυτό και έχουν γίνει αποδεκτά από το περιβάλλον, τόσο το επαγγελματικό, όσο και το Κοινωνικό, μέσα στο οποίο ζουν, έχουν κερδίσει την εκτίμησή του και χαίρονται τη συντροφιά και τη συναναστροφή του.

Από το βιβλίο “Νισυριακά Ιστορικά Ανάλεκτα” του Γιάννη Διαμ. Χαρτοφύλη, επίτιμου Προέδρου του Γνωμαγόρα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Pin It on Pinterest